Κεφάλαια 3

204 5 8
                                    

Ξυπνάω και τεντονομαι στο κρεβάτι μου με ένα χαμόγελο σχηματισμενο στο πρόσωπο μου. Η ωρα ειχε παει εντεκα και αποφάσισα να σηκωθώ από το κρεβάτι.

Κατέβηκα στην κουζίνα και συνάντησα την μαμα μου.

"Καλημέρα αγάπη μου. Πως κοιμηθηκες;" με ρωτάει.

"Μια χαρα! Εσύ τι μαγειρεύεις;" ρωτάω με τη σειρά μου.

"Καρμπονάρα, το αγαπημένο σου!"

Μα καλά δεν θα μπορούσε να πάει καλύτερα αυτή η μέρα!

"Μμμμ τελεια" λεω καθώς βγάζω το γάλα από το ψυγείο. Βάζω λιγο σε μια κούπα και πάω προς το δωμάτιο μου.

Ανεβαίνοντας συναντάω την Άλις στις σκάλες.

"Καλημερα" της λεω.

"Καλημέρα. Γιατί τόσο χαρούμενος σήμερα;" με ρωτάει.

"Γιατί τα παρατηρείς πάντα ολα;" της λεω για να την πειράξω.

"Αυτός είναι ο ρόλος μου ως μεγάλη αδερφή" χαμογελάει. "Αντε θα μου πεις;"

"Θα βγω για milkshake με εναν καινούριο από την τρίτη σημερα"

"Μμμμ καινουριο ε; Να μας τον γνωρίσεις αυτόν" μου λεει για να με πειράξει.

Την αφήνω πίσω και συνεχίζω τον δρομο μου προς το δωμάτιο μου.
Μπαίνω μέσα, κλείνω την πορτα, στρωνω το κρεβάτι μου και αλλάζω από τις πιτζάμες μου. Αφου τελειώσω τα μαθήματα ακούω τη μαμά να μας φωναζει.

"Παιδια κατεβείτε! Τρώμε!"

Κατεβαίνω γρήγορα γρήγορα και κάθομαι στο τραπέζι μαζι με την οικογένεια μου.

"Μαμα εγω σήμερα στις εξι θα βγω" λεω.

"Εντάξει αγαπη μου να πας οπου θελεις" λεει.

Τελειώνω το φαγητό και αρχίζω να ετοιμάζομαι για να είμαι σίγουρος πως δεν θα αργήσω.

Με τα πολλα πολλα αποφασιζω να βάλω ένα μαύρο cargo παντελονι, ασπρο t-shirt και φυσικά τον σταυρό της βάφτισης μου που φοράω πάντα.
Έβαλα άρωμα και αποσμητικό για να μυρίζω όμορφα και είμαι έτοιμος να φύγω.

Είμαι στην πορτα και βάζω τα λευκά μου airforce όταν ακούω μια φωνη.

"Κουκλος είσαι. Καλά να περασεις" ηταν η Άλις. Της ρίχνω ένα χαμόγελο και φεύγω.

Φτάνοντας στην καφετέρια ο Αχιλλέας ηταν ήδη εκεί και είχε πιάσει ένα τραπέζι.

"Καλησπερα" του λέω καθώς η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά.

"Καλησπέρα, πως πάνε τα κεφια;" λεει χαμογελώντας.

"Πολύ καλά, εσενα;" του λέω προσπαθώντας να το παίξω κουλ.

"Μια χαρα. Θέλεις να παραγγείλουμε;"

"Αμε" λεω.

Χωρίς να χάσω λεπτό βρίσκω έναν από τους σερβιτορους και σηκώνω το χέρι μου. Όταν με βλέπει έρχεται προς το τραπέζι μας κρατώντας ένα μπλοκάκι.

"Γεια σας όμορφοι, τι να σας φέρω;" ρωτάει χαμογελαστος.

Του λέμε τις παραγγελίες μας οσο αυτός τις καταγραφεί.

"Σε λίγο θα βρίσκονται εδώ" απαντάει και φεύγει με πασαρελε περπάτημα.

"Και τώρα μόνοι μας" λεει ο Ντάνιελ κάνοντας με να ανατριχιάσω στο άκουσμα αυτών των λέξεων.

Καπως έτσι άρχισε η κουβέντα μας και από ότι φαινόταν είχαμε περισσότερα κοινά από οσα πίστευα ότι θα μπορούσαμε να έχουμε. Μου είπε επίσης πως είχε ένα κουταβάκι και με προσκάλεσε να πάω στο σπίτι του το επόμενο Σαββατοκύριακο να το γνωρισω.

Η ωρα ειχε περάσει και έπρεπε να φύγω.

"Πρέπει να πηγαίνω" ειπα αφήνοντας τα λευτα πάνω στο τραπέζι.

"Έχεις δίκιο, καλύτερα να φεύγω και εγω" απαντάει και βγαίνουμε από το μαγαζί. Στέκεται απέναντι μου και κοιτάει βαθιά μέσα στα μάτια μου.

"Θα τα πούμε στο σχολείο;" ρωτάω βγάζοντας τον από τις σκέψεις του.

"Μχμ" γνέφει. Αποχαιρετάμε ο ένας τον άλλον και φεύγουμε από διαφορετικούς δρόμους.

Τις επόμενες μέρες στο σχολείο με χαιρετούσε όπου και αν με συναντούσε. Οι φίλοι μου έχουν βαρεθεί να με ακούνε να μιλάω για αυτόν. Επίσης πολλά κορίτσια στο σχολείο του την πέφτουν στο αλλά δεν έχω ακούσει πως τα έφτιαξε με κάποια. Ακόμα τουλάχιστον.

Γειά σας και πάλι! Άλλο ένα κεφάλαιο έφτασε στο τέλος του! Μην ξεχάσετε να με ακολουθήσετε! Τα λέμε στο επομενο❤️

Boys Love Where stories live. Discover now