3.

32 8 11
                                    

«Δεσποινίς, είστε σίγουρη πως πρέπει να βρίσκεστε εδώ;» ο κουρασμένος άνδρας ρωτάει και εκείνη κουνάει το κεφάλι της καταφατικά. Εκείνος δύσπιστος, ξεφυσά.

«Θα μπορούσατε να μου δείξετε το πάσο σας;»

Η κοπέλα ψάχνει τις τσέπες της μανιωδώς. Πρώτα αυτές του παντελονιού της, μετά αυτές του παλτού της και τέλος τις εξωτερικές στην τσάντα της. Όταν δε βρίσκει την ορθογώνια, πλαστικοποιημένη κάρτα της στο σημείο που ορκιζόταν ότι την είχε αφήσει, χαμογελάει ένοχα.

«Θα μπορούσατε να κάνετε λίγη υπομονή; Είμαι σίγουρη πως την άφησα στο προηγούμενο δωμάτιο. Πάω να τη φέρω!» φωνάζει, ο αέρας γύρω της είναι αποπνικτικός. Το να τύχει κάτι τέτοιο τόσο νωρίς ήταν πραγματική αναποδιά. Πνίγοντας τον πανικό πίσω από τα καστανά μάτια της, κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα: τρέχει.

«Το υπόσχομαι πως θα επιστρέψω!» λέει πίσω από τον ώμο της, ο ταλαιπωρημένος φύλακας φωνάζει στο κατόπι της. Άθελά της, ένα αγχώδες, σπασμωδικό γέλιο ξεφεύγει από τα χείλη της. Τα κοντά, λαμπερά μαλλιά της αναδεύονται με την κίνηση, το στήθος της ανεβοκατεβαίνει πεινασμένο για οξυγόνο. Είναι κουρασμένη, όμως καμία άλλη στιγμή δεν ένιωθε τόσο ζωντανή. Είχε πλήρη επίγνωση της μοίρας της, γιατί αν την έπιαναν, ήταν καταδικασμένη. Αυτό το "αν", όμως, αβέβαιο και διστακτικό, δεν ήταν αρκετό για να τη σταματήσει. Αντίθετα, ο ρυθμικός ήχος που έβγαζαν οι σόλες των παπουτσιών της στο δάπεδο, οι πίνακες και τα χρώματα που προσπερνούσε στην ορμή της, την μετέφεραν στον δικό τους κόσμο και την ωθούσαν μακρύτερα. Μετά από μερικές απότομες στροφές, η ίδια "μοίρα" την οδήγησε σε ένα δωμάτιο ξεχωριστό απ' όλα τα άλλα.

Γυμνοί τοίχοι σε απαλό γκρι, σαν τον φθινοπωρινό ουρανό. Ένα μακρόστενο δωμάτιο βγαλμένο από τις πιο τρελές της φαντασιώσεις. Και στο κέντρο του ένα αγόρι, ξανθό και αντίθετο με όλους τους χρωματισμούς του δωματίου. Οι πράξεις του αργές, μη μελετημένες, εντελώς αυθόρμητες. Όταν η Imari φτάνει κοντά του, εκείνος απλώνει το χέρι του προς έναν πίνακα, τον μοναδικό στον χώρο, καλυμμένο με γαλάζιο, μεταξένιο ύφασμα.

Η Imari έβλεπε μόνο την πλάτη του, αλλά γνώριζε ήδη γιατί δεν την είχε ακούσει. Εκείνο το αγόρι είχε παρασυρθεί από την ίδια λαχτάρα που συχνά παρέσυρε και εκείνη. Αδημονία και πειρασμός ήταν ένα και η Imari ήταν εντυπωσιασμένη από τον αφελή τους συνδυασμό.

«Συγγνώμη..»λέει λαχανιασμενη, ψάχνοντας τις σωστές λέξεις. Αλλά εκείνες δεν έρχονται ποτέ, οπότε απλώς αυτοσχεδιάζει τα επόμενα λόγια της.

Έναστρη Ματιά. (Starry Eyed) #SPBC2023Where stories live. Discover now