Προδοσία

33 2 0
                                    

- « Πες μου και οι γλάροι κλαίνε όταν η θάλασσα τους προδίδει; »
Ρώτησε μια μέρα ένα κορίτσι το αγόρι
Όταν την άνοιξη έσπαγε ο πάγος

Τα κλαδιά των δέντρων από αέρα κουνιόντουσαν
Και εκείνος της απάντησε : 
- « Οι γλάροι συντρίβονται στους βράχους
Όταν τους προδίδει η θάλασσα. »

Πετούσαν χρόνια σαν αέρας
Πετούσαν,  αφήνοντας σημάδια
Και τώρα πλέον δεν είναι παιδιά
Έγιναν δεκαοκτώ χρονών

Άνθρωποι! Πώς αγαπούσανε ο ένας τον άλλον
Τέτοια αγάπη κανείς δεν γνώριζε
Όταν από πάνω τους μούγκριζαν οι χιονοστρόβιλοι
Η φωτιά της αγάπης τους ζέστανε

Και να, έφτασε η ώρα του γάμου
Στην κρύα πρόωρη άνοιξη
Η νύφη με ολόλευκο φόρεμα
Ήρθε στο σπίτι του αγαπημένου της

Μόλις που πέρασε το κατώφλι
Ο αγαπημένος της στην πόρτα στεκόταν
Και να μην παρατηρεί κανέναν μπροστά του
Την άλλη τρυφερά φιλούσε

Στον κόσμο δεν υπάρχει τίποτα πέρα από ένα μεγάλο πόνο
Εκείνη βγήκε έξω
Τα μάτια της από δάκρυα γέμιζαν
Τα χείλη της ψυθίριζαν : « Πώς μπόρεσες; »

Εκείνη στεκόταν κοντά  στον γκρεμό
Ξαφνικά, εκείνη ένιωσε να ζαλίζεται
Έκλεισε με τα χέρια της τα μάτια
Και θυμήθηκε τα λόγια από παιδικά τους χρόνια :

- « Πες μου και οι γλάροι κλαίνε, όταν η θάλασσα τους προδίδει; »
- « Οι γλάροι συντρίβονται στους βράχους όταν τους προδίδει η θάλασσα.»

Ακούστηκε πλατάγισμα από κρύο νερό
Και πάνω από χιονόλευκο βέλο,
Σαν λευκό σύννεφο πέρασε γρήγορα θαλάσσινος γλάρος κάτω από το νέρο.

𝓜𝔂 𝓹𝓸𝓮𝓼𝔂Where stories live. Discover now