28 Χρόνια

26 2 2
                                    

Εκείνος ολόκληρους εικοσι οχτώ χειμώνες
Και ολόκληρα εικοσι οχτώ χρόνια, επίσης
Κρατούσε μέσα του ένα μυστικό
Και ζούσε στην οικογένεια άνδρας με παράδειγμα

Όλα ήταν όπως συνήθως
Η γυναίκα του μαγείρευε φαγητό
Όμως ξαφνικά, συνέβει μια δυστυχία
Εκείνος πήρε και θυμήθηκε εκείνο το μυστικό

Από το θόρυβο και τη ξινή μυρωδιά λαχανόσουπας
Από τις γκρίνιες της γυναίκας του, από το πρωί
Θυμήθηκε κάθε λεπτόμερεια
Σαν να ήταν εκείνο - χθες
. . . .

Εκείνη καθόταν κοντά στο παράθυρο
Και απαλό, θαυμάσιο φως του φεγγαριού
χρωμάτιζε με χλωμές αποχρώσεις την όμορφη σιλουέτα της.

Ρέανε οι τούφες πάνω στους ώμους της
Γλιστρούσανε "φιδίσια" στο στήθος της
Και εκείνος, σκέφτηκε πάνω στο θυμό του
Κάποτε θα την παντρευτώ!

Θυμήθηκε τα πάντα μέχρι και τη κάθε παραμικρή λεπτομέρεια
Καμπύλες των  γραμμών της, τρυφερότητα χειλιών
Ακόμη  και τη ζεστή απλότητα των ομιλιών της
Και έξω απο τό παράθυρο μεγάλη βελανιδιά

Συνάρθρωση χεριών, δέσιμο σωμάτων
Καταρράκτης κάστανων μαλλιών
Και πως την ήθελε! -
Απελπισμένα έως τα δάκρυα

Τρέμαμενο ρεύμα εξομολογήσεων
(Που στο αυτάκι της ψιθύριζε)
Αστείος βόστρυχος που έπεφτε στο προσωπό της
Το οποίο φτερούγιζε από την πνοή

Εκείνη τον κοιτούσε
Με τα μάτια δακρυσμένα,σαν νύχτα
Οι λέξεις μεθούσαν , σαν κρασί
Σ'αγαπάω. Χάρισε μου μία κόρη

Από νωρίς το πρωί, έχασε την ψυχραιμία του
Πηγαινόερχοταν από δωμάτιο σε δώματιο
Στη συνέχεια έκλεισε το πρόσωπό του με τα χέρια
Καθόταν στην καρέκλα και σιωπούσε

Γυναίκα γκρίνιαζε όπως πάντα
Καβγάδιζε για τη σούπα που είχε χυθεί
Και εκείνος παρατήρησε ότι τα χρόνια -
Γεραντικά δεν της ταιριάζανε πια.

Ότι δεν  της πηγαίνει άσπρο χρώμα
Και οι τούφες βαμμένων μαλλιών
Και όλοκληρα εικοσι οχτώ χρόνια
Όλα κάτα κάποιο τρόπο δεν ήταν τόσο σοβαρά.

Ξαφνικά εκείνος πετάχτηκε, άρπαξε το παλτό του
Ξέχασε το σκούφο και τις κάλτσες
Όλοκληρα εικοσι οχτώ χρόνια δεν είναι έτσι  όπως έπρεπε να ήταν
Ολόκληροι εικοσι οχτω χειμώνες -  βαρυθυμίας

Βρήκε εκείνο το σπίτι, κοντά στο σπίτι - βελανιδιά
Έτρεξε στις σκάλες σαν αστραπή
Προσπαθούσε να καθησυχάσει το τρέμουλο από τα χείλη του
Και να απομακρύνει, την σιχαμερή δειλία του  μακριά

Ίσως αυτή την στιγμή, εκείνη
Πίνει τσάι και σκεπάζεται με ένα σάλι
Και από τα υπέροχα μάτια της
Έρεε μια σιωπηλή θλίψη

Μήπως καταπιάστηκε να πλέκει τις δαντέλλες ή κάτι άλλο
Τόσο πολλά πρέπει να της πω
Και το πιο σημαντικό να της ζητήσω  «συγγνώμη »

. . . . .

Άνοιξε η πόρτα, στα μάτια ερωτηματικό
Ήταν πάλι εικοσι χρονών
Καταρράκτης κάστανων μαλλιών
Οικεία στην καρδιά - σιλουέτα

Πίσω από το αυτάκι ελαφρύ βοστρυχο
Όπως, μερικά χρόνια πριν ακριβώς παρόμοιο...
- Ίσως κάνατε λάθος;
- Όχι, δεν μπορούσα. Είστε η Άννα;
- Ελπίδα, η κόρη της.

- Και η Άννα;
- Η μαμά, δεν υπάρχει πια. Ποιος είστε;
Γύρισε προς τα πίσω
- Ερχόμουν σε εκείνη εικοσι οχτώ χρόνια
- Εκείνη όμως, σας περίμενε... Εικοσι πέντε

Ξαφνικά, ένιωσε το κεφάλι του να ζαλίζεται
Ένιωσε ένα βαρύ πόνο στο στήθος του
Και θυμήθηκε τα λόγια της με παρακλήση:
« Μην φεύγεις!

Εκείνος καμπουριάστηκε, 
Σιγά - σιγά απομακρυνόταν
Συνάρθωση χεριών, δέσιμο σωμάτων
Σ'αγαπάω. Χαρισέ μου μία κόρη
Και όμως ,εκείνος στα αλήθεια ήθελε μία κόρη.

Περίεργο. Η Άννα δεν ζει πια.
Ξέσπασε σε λυγμούς και από μέσα του ψιθύρισε :
« Πάντα, θα σε αγαπάω.
  Θα αγαπάω. Εσένα μόνο.»

"φιδίσια" - μπούκλες 
σαλι -   γυναικείο ρούχο μάλλινο ύφασμα που σκεπάζει ώμους και τη πλάτη

𝓜𝔂 𝓹𝓸𝓮𝓼𝔂जहाँ कहानियाँ रहती हैं। अभी खोजें