156 21 5
                                    


Μάρτιος 1819

- Παρόλο που δεν τρέχει το αίμα των Κοχέιν στις φλέβες σου, περισσότερο Κοχέιν δεν θα μπορούσες να είσαι. Μέρα με τη μέρα του μοιάζεις όλο και περισσότερο παλικάρι μου, φώναξε ο μάγειρας Ταλού κοιτάζοντας τον νέο άντρα που τους πλησίαζε.

- Ε δεν είναι ακριβώς έτσι, διόρθωσε ο νερουλάς Θέμης. Εγώ επιμένω πως του μοιάζει τόσο γιατί του έδωσε από το αίμα του.

Ο Τζίνο χαιρέτισε τη μικρή παρέα που είχε αράξει δίπλα από το πρόστεγο της πλώρης του Σιρόκου, με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη. Ένα κοντόχοντρο βαρέλι είχε γίνει το τραπέζι με τα ποτά τους και άλλο ένα κολλητά στο πρώτο αποτελούσε το πεδίο που έπεφταν τα ζάρια και τα χάλκινα δεκαράκια άλλαζαν χέρια.

Τα άδεια καφάσια για τα φρούτα και τα λαχανικά που είχαν τουμπαριστεί και δυο χοντρές κουλούρες καραβόσκοινου είχαν μετατραπεί σε καθίσματα.

Ο γιατρός Ντομ, ο φρουρός Ρίκο Ντασίλβα, ο μονόφθαλμος μάγειρας Ταλού και ο ξεδοντιάρης νερουλάς Θέμης είχαν φτιάξει ένα πηγαδάκι για κουβέντα, παιχνίδι και ξεκούραση. Το χέρι του Τζίνο κτύπησε φιλικά την πλάτη του ξεδοντιάρη ναύτη.

- Πάλι αυτή η ιστορία Θέμη; Πόσες φορές την έχεις πει τα τελευταία χρόνια, χιλιάδες... χαμογέλασε ο νεαρός άντρας και κάθισε πάνω σε ένα ξύλινο κιβώτιο εκεί κοντά. Τι πίνουμε;

- Ξανθιά μπύρα, απάντησε εκνευρισμένα ο Ντασίλβα και μια και ήταν η σειρά του, έσκυψε μπροστά, πήρε τα ζάρια και τα κούνησε στην παλάμη του, φίλησε τη χούφτα του και τα έριξε πάνω στο καπάκι του βαρελιού. Ξεφύσησε απογοητευμένος από τους δυο άσσους που έφερε και άφησε το δεκαράκι του στην πλευρά του Ταλού, του οποίου το πρόσωπο έλαμψε. Έτριψε τα χέρια του με χαρά, λες και κέρδισε ένα μεγάλο πουγκί τίγκα με χρυσά νομίσματα.

Ο Θέμης συνέχισε την ιστορία του...

- Σε καμαρώνω κάθε μέρα από τότε που σε βρήκαμε αγόρι μου. Δεν θα ξεχάσω εκείνο το πρωί που σε ανακαλύψαμε στο αμπάρι... Την έντονη δυσοσμία.

- Χμ, τώρα βρωμοκοπά αρώματα από την κορφή μέχρι τα νύχια και αν έχει δυτικό άνεμο και κάθεται στην πλώρη, καλή ώρα, η μοσκοβολιά του φτάνει από άκρη σε άκρη σε όλη τη Νος.

- Να μυρίζει σαν εσένα Ταλού; Τηγανιτά κρεμμύδια; Δεν θα τον πλησίαζαν ούτε τα κουνούπια.

- Έχεις κλειστεί στ' αμπάρι μαζί του; Εμ δεν έχεις, σου έρχεται λιποθυμιά, απάντησε ο μονόφθαλμος άντρας στον Θέμη γνέφοντας με το πηγούνι προς τον Τζίνο, κλείνοντας του συνωμοτικά το μάτι. ...Τι κακό έχουν τα κρεμμυδάκια; Θα ήτανε μια ευχάριστη αλλαγή. Θα είχαμε την ησυχία μας για λίγο. Όποτε έχω δουλειές στο κατάστρωμα είναι σαν να παίζω σε παράσταση, είπε ο μάγειρας προσποιητά απηυδισμένος.

ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΙ ΕΡΩΤΕΣ - ΣΟΦΙΑWhere stories live. Discover now