93 18 2
                                    

Την ξύπνησαν τα συρτά βήματα της καμαριέρας που σταμάτησαν έξω από την πόρτα και ήχοι από το καλάθι με τα λερωμένα ρούχα που σήκωσε.

Άνοιξε τα μάτια και η θέση του στο κρεβάτι ήταν άδεια. Γύρισε το βλέμμα στη σκοτεινή κάμαρα και τον είδε γερμένο στα μαξιλάρια που διακοσμούσαν το φαρδύ εσωτερικό περβάζι του παραθύρου. Στο χέρι του κρατούσε ένα ποτήρι του οποίου το περιεχόμενο ανάδευε συχνά. Ήταν ντυμένος με ψηλές μπότες, με δερμάτινο παντελόνι και με ένα πουκάμισο, έτοιμος να αναχωρήσει για το λιμάνι. Προς το παρόν είχε ρίξει το βλέμμα του έξω από το ανοικτό παράθυρο. Στο βάθος το πρώτο γαλαζωπό φως της αυγής έσκιζε με ταχύτητα το μαύρο πέπλο της νύχτας, μια ψιλή βροχούλα νότιζε την κοιμισμένη πλάση και ευωδίαζε την κάμαρα με τη μυρωδιά του νωπού χώματος. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και τον πλησίασε με ήσυχα βήματα.


Το ανεπαίσθητο τρίξιμο των ξύλων του κρεβατιού τον έκανε να στρέψει το κεφάλι του και τα μάτια του σάρωσαν τη σιλουέτα της. Τα ανακατεμένα μαλλάκια της, το γλυκό πρόσωπο του ύπνου που βασίλευε στα χαρακτηριστικά της και το όλο θελκτικές καμπύλες κορμί της κάτω το λεπτό νυχτικό, το όποιο ήταν υπό τη φροντίδα του τις προηγούμενες μέρες - ένα κορμάκι έτοιμο για ζευγάρωμα κι ας μην το αντιλαμβανόταν ακόμη εκείνη- τράνταξαν συθέμελα τον κόσμο του.
Χαμήλωσε τα βλέφαρα.
Ανάθεμα κι αν επέτρεπε στον Κρος να την αγγίξει.  

-  Βρέχει ακόμη; ρώτησε σιγανά. 

- Σε λίγο θα σταματήσει, της απάντησε και έδειξε ένα κενό στον ουρανό πασπαλισμένο με αστέρια των οποίων η λάμψη ξεθώριαζε.
Έσκυψε διακριτικά μα δεν κατάφερε να διακρίνει το σημείο.  

- Ελα πιο κοντά, την προέτρεψε και το χέρι του κύκλωσε τη μέση της και την τράβηξε απαλά πάνω του. Εκείνη κοίταξε ψηλά. Εκείνος ρούφαγε άπληστα το άρωμα που ανέδιδε ο κόρφος της, ρόδα και μέλι. 

- Ενα μεγάλο κομμάτι του ουρανού έχει καθαρίσει, συμφώνησε.


Την ίδια στιγμή μια αναπάντεχη ριπή δροσιάς τους βρήκε κατάστηθα και ανατρίχιασε το κορμί της. Την έσφιξε περισσότερο πάνω του και η παλάμη του χάιδεψε το μπράτσο της για να τη ζεστάνει. Συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να ελέγξει τα χέρια του, να τα κρατήσει μακριά της. Δικαιολόγησε τον εαυτό του πως ήθελε να αναπληρώσει όλα τα χάδια που της στέρησαν.


Σοφία 

Το σώμα του αντανακλούσε ζεστασιά και είχα μείνει κολλημένη επάνω του. Γύρισα το κεφάλι μου και παραλίγο τα χείλη μου να αγγίξουν τα δικά του. Μου χαμογέλασε και αυτό το χαμόγελο τραβούσε συνεχώς την προσοχή στο στόμα του. Ένα καλογραμμένο στόμα φτιαγμένο, θαρρείς, για φιλιά.

ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΙ ΕΡΩΤΕΣ - ΣΟΦΙΑWhere stories live. Discover now