Κεφάλαιο 3 - Αδιέξοδο

470 98 42
                                    


Ακολουθούσα τον Κάιλαν στα τυφλά, με τον ανήσυχο Αλάντ στην αγκαλιά μου. Το φεγγάρι δεν ήταν φωτεινό τούτο το βράδυ. Ο ήχος των γρήγορων βημάτων μας πάνω στο χώμα, σιωπούσε στα πατημένα φύλλα και το άκοπο χορτάρι. Κοίταξα μια τελευταία φορά πίσω μου. Μόλις είχαμε παρατήσει και άλλο ένα σπίτι, τη θαλπωρή και την ησυχία μας. Ξάφνου ο Κάιλαν σταμάτησε. Μια σειρά υψωμένων δαυλών φώτισε την έξοδό μας. Μια ομάδα ιερέων, με μαύρα ενδύματα και κουκούλες που τα στόλιζαν με φύλλα χρυσού, σχηματοποιημένα στα σύμβολα του θανάτου, του αίματος και των Θεών της διψασμένης φυλής μου. Ένα ψυχρό ρίγος με διαπέρασε και έσφιξα περισσότερο τον Αλάντ στην αγκαλιά μου. Ο μικρός, κουνήθηκε ενοχλημένος. Έπιασα το μικρό του κεφάλι και το ακούμπησα στον ώμο μου. Οι ιερείς δεν κινήθηκαν, ούτε σάλεψαν. Τρέξαμε προς στην αντίθετη κατεύθυνση, μα ήμασταν ήδη περικυκλωμένοι. Είχαμε αποκλειστεί στον κλοιό των τεράτων. 

Ο Κάιλαν ήρθε μπροστά μου και μας κάλυψε με το σώμα του. Έστρεψα το κεφάλι μου προς τα πίσω και μόνο τότε οι υπόλοιποι ιερείς κινήθηκαν. Η καρδιά μου πονούσε από τους δυνατούς της χτύπους και η ανάσα μου ήταν κομμένη. Στεκόταν στο λαιμό μου, προσπαθώντας να αποφασίσει αν αξίζει να ζω πλέον. Το βλέμμα μου έπεσε στην μικρή πλάτη του γιου μας και έγειρα το κεφάλι μου πάνω στο δικό του. Ας έκαναν ό,τι ήθελαν με εμένα. Μόνο μην πείραζαν τον Κάιλαν και τον Αλάντ. Έκλεισα τα μάτια μου και άφησα λίγα δάκρυα να κυλήσουν αθόρυβα στα μάγουλά μου. Η θεά της τύχης μας εγκατέλειψε. Αυτή τη φορά είχαν καταφέρει να μας πιάσουν στα δίχτυα τους.

Ο Κάιλαν γύρισε γρήγορα σε εμάς. Τα μάτια του συγκρατούσαν με δυσκολία τα δάκρυά του. Ο γκρίζος ορίζοντάς τους πνιγόταν στο δικό μου γαλάζιο. Σκεφτόταν ό,τι και εγώ. Ένας λυγμός ανέβηκε στο λαιμό μου. Φίλησε την κορυφή του κεφαλιού του γιου μας και τον μιμήθηκα. Δε θα διακινδυνεύαμε την καταστροφή του χωριού για εμάς μόνο. Μας είχαν φερθεί με τον καλύτερο τρόπο. Δε θα τους το ανταποδίδαμε  με αφανισμό.

Η πόρτα της διπλανής από την δικιά μας καλύβας, άνοιξε και βγήκε από μέσα μια μαυροντυμένη φιγούρα. Και άλλες πόρτες άνοιξαν και οι φιγούρες έγιναν περισσότερες. Μια σιγανή κραυγή βγήκε από το στόμα μου και λίγο έλειψα να χάσω την ισορροπία μου. Μερικές πιο κοντές φιγούρες στάθηκαν δίπλα σε μεγαλύτερες.

"Όλο το χωριό....." είπε ο Κάιλαν με βαριά ανάσα. "Ήταν όλοι συνεννοημένοι."

Τα μάτια μου είχαν γουρλώσει και με έκαιγαν. Τόσο καιρό, που ζούσαμε; Νομίζαμε πως είχαμε ξεφύγει. Πως κατοικούσαμε σε ένα ήσυχο χωριό και ήμασταν ελεύθεροι. Ελεύθεροι να ερωτευθούμε και να ξεκινήσουμε τη δικιά μας οικογένεια. Η φυλή των Αχμέθα μας είχε από καιρό στα δίχτυα της. Δεν μας έπιασε τώρα. Μας είχε μέσα της από πάντα.

Η αθάνατη ψυχή (Η Νεκροφιλημένη, #2)Where stories live. Discover now