Κεφάλαιο 5 - Καταραμένη

448 88 57
                                    


Ο ήλιος άλλαζε ξανά και ξανά θέση με το φεγγάρι. Η επόμενη θυσία θα γινόταν σε λίγες μέρες και δεν μπορούσε να με παρηγορήσει κανείς. Βρισκόμουν φυλακισμένη στο ίδιο μου το σπίτι. Η είσοδος ήταν κλειστή με τους φρουρούς να ελέγχουν την κάθε μου κίνηση. Δεν με άφηναν να δω τους γονείς μου. Η μητέρα μου προσπάθησε να μπει στο δωμάτιο, μα ο πατέρας μου την τράβηξε μακριά από τη "σημαντική θυσία". Τις πρώτες μέρες δεν είχα σταματήσει να κλαίω. Η θεά της Τύχης με είχε εγκαταλείψει και με άφησε μόνη μου να καρτερώ την ώρα που θα με βγάλει από το μαρτύριο. Οι γοερές παρακλήσεις της μητέρας μου δεν εισακούονταν. Δεν θα άφηνε κανένα να πάρει το παιδί της. Έδωσε μια υπόσχεση για αυτό και την τήρησε.

Πρότεινε να θυσιαστεί η ίδια στη θέση μου. Στις φλέβες της κυλούσε το ίδιο αίμα, η όψη της ήταν όμοια με τη δικιά μου και αν της κάλυπταν τα μάτια, οι Θεοί δε θα καταλάβαιναν τη διαφορά. Ο πατέρας μου την είχε διατάξει να σωπάσει. Ο λόγος του υπερτερούσε.

Η Λάμυα μου τα διηγούνταν κάθε φορά που μου έφερνε φαγητό στο προσωπικό κελί μου. Χαιρόμουν που την έβλεπα. Ήταν σα να έφερνε μαζί της φρέσκο αέρα και λίγο από τις ηλιαχτίδες του ήλιου που τόσο είχα στερηθεί. Το βράδυ που έφερε το τελευταίο μου δείπνο, άρχισε να κλαίει και δεν με άφησε από την αγκαλιά της, παρά μόνο όταν την πήραν οι φρουροί μακριά μου. Οι λυγμοί της και τα σιγανά λόγια αγάπης της, με έκαναν να χάσω τις λιγοστές μου ελπίδες. 

Σηκώθηκα από την πρόχειρη κλίνη μου και περίμενα την στιγμή που θα έρχονταν να με οδηγήσουν στην εκτέλεσή μου. Μα ο ήλιος ήταν ακόμη ψηλά και θα αργούσε να δύσει. Το θέρος πλησίαζε. 

Ακούστηκαν βήματα από έξω και μαζεύτηκα στον τοίχο πίσω μου, μη μπορώντας να συγκρατήσω τα τρεμάμενα πόδια μου. Δεν ήθελα να πεθάνω. Όχι με αυτόν τον τρόπο. Τα παραπετάσματα απομακρύνθηκαν και μπήκε μέσα μια γυναίκα με καλυμμένο το κεφάλι. Δεν κατάλαβα στην αρχή πως ήταν η μητέρα μου. 

"Μητέρα;" ρώτησα έκπληκτη και εκείνη μου έκανε σήμα να σωπάσω. Κοίταξε για μια στιγμή πίσω της και ύστερα στράφηκε σε μένα. Με εκπληκτική γρηγοράδα έβγαλε τα καλύμματα από πάνω της αποκαλύπτοντας τα πλέον ανοιχτά κόκκινα μαλλιά της. Με κοίταξε και χαμογέλασε.

"Τι έκανες;" αναρωτήθηκα και κράτησα μερικές ανάσες. Την πλησίασα και άγγιξα τα αλλαγμένα μαλλιά της. Τους είχε αλλάξει το χρώμα. Ως ειδική στα βότανα, τα είχε βάψει. Μια μυρωδιά καλεντούλας και ταγέτη χτύπησε τα ρουθούνια μου. Εκείνη, ακούμπησε τα χέρια μου και τα κατέβασε κρατώντας τα στοργικά μέσα στα δικά της.

Η αθάνατη ψυχή (Η Νεκροφιλημένη, #2)Unde poveștirile trăiesc. Descoperă acum