Κεφάλαιο 7 - Ελεύθεροι

444 77 124
                                    


Κατέβηκα τη μικρή κατηφόρα και δεν άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί καθόλου. Οι πρώτοι κάτοικοι έβγαιναν από τις οικίες τους και τάχυνα το βήμα μου, μπαίνοντας μπροστά τους και κλείνοντας το μονοπάτι. Άπλωσα τα χέρια μου δεξιά και αριστερά.

"Φύγετε! Φύγετε και μη γυρίσετε πίσω!" φώναξα και έμειναν όλοι να με κοιτούν με μάτια περίεργα, φοβισμένα και ελάχιστα ταραγμένα. "Οι θυσίες λαμβάνουν τέλος σήμερα! Φύγετε πριν να είναι αργά!"

"Μα, Κάλιντα, δεν μπορούμε να φύγουμε! Ο πατέρας σου ξέρεις τι θα μας κάνει." είπε ο πιο γενναίος.

"Ο πατέρας μου δεν ξέρει τίποτα. Οι φυλακισμένοι το έσκασαν. Αν δεν τους βρει, οι επόμενοι θα είστε εσείς και τα παιδιά σας. Σας παρακαλώ! Φύγετε!"

"Έλα μαζί μας!" φώναξε μια γυναίκα. Πίσω της είδα να στέκεται η καλή μου φίλη, η Λάμυα. Πόσο την είχα πληγώσει με τα σκληρά μου λόγια. Μα ο χρόνος έτρεχε και το κερί μου έλιωνε. Δεν είχα καιρό να της ζητήσω συγχώρεση που δεν άξιζα.

Άφησα τα χέρια μου να πέσουν σαν άψυχα μπροστά μου. "Πρέπει να μείνω εδώ. Πρέπει να σπάσω τα δεσμά αυτής της κατάρας και να σταματήσω μια και καλή τον Ράμα. Σας εκλιπαρώ, φύγετε!"

Με δισταγμό, άρχισαν να πισωπατούν όλοι. Πριν μου γυρίσουν την πλάτη, υποκλίθηκαν και προσευχήθηκαν σε άλλους θεούς να με προστατεύουν. Μερικοί φίλησαν και τα χέρια μου. Τα ματωμένα εκείνα χέρια. Έμεινα εκεί. Ακούνητη να περιμένω και τον τελευταίο να χαθεί από τα μάτια μου. Να φτάσει τόσο μακριά στην πολυπόθητη ελευθερία που τα μαύρα χέρια των ψεύτικων θεών δεν θα έφταναν.
Γύρισα πίσω και προχώρησα προς την είσοδο του ξέφωτου. Μόλις την πέρασα, είδα τον πατέρα μου γονατιστό στα σκαλοπάτια της λίθινης έδρας να ψιθυρίζει και να αφήνει μερικά σιγανά γελάκια να του ξεφεύγουν.

"Ααααα...λατρεμένο μου παιδί, ήρθες επιτέλους με το φρέσκο αίμα." αναφώνησε και στράφηκε προς το μέρος μου για να έρθει αντιμέτωπος με το απόλυτο κενό πίσω και δίπλα μου. Κανείς δεν είχε μείνει να τον βοηθήσει. Κανείς δεν είχε μείνει να θυσιάσει. Κράτησα την βελόνα πιο σφιχτά στο χέρι μου, μα την ένιωθα να γλιστρά στο ιδρωμένο μου χέρι. 

"ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ;" βρυχήθηκε και ήρθε τρέχοντας προς τα εμένα. Πισωπάτησα φοβισμένη μα έτεινα μπροστά, αποφασιστικά, το λεπτό φονικό όπλο. Με κοίταξε έκπληκτος. "ΑΝΟΗΤΟ παιδί!" φώναξε χτυπώντας το χέρι μου πέρα. "Νομίζεις πως μπορείς να κάνεις ό,τι θες, χωρίς να υπάρχει τίμημα να πληρώσεις;

Η αθάνατη ψυχή (Η Νεκροφιλημένη, #2)Where stories live. Discover now