κεφάλαιο 17 -Παρόρμηση της στιγμής

49 8 2
                                    

Πέφτω επάνω στο κρύο πάτωμα. Σκοτάδι. Ξαφνικά νιώθω χέρια γύρω από τη μέση μου και γυρνάω απότομα.

Ο Τζος. 

-Με τρόμαξες!

-Συγνώμη, δεν θα επαναληφθεί. Λέει με ένα χαριτωμένο χαμόγελο και μου πιάνει το χέρι.

-Έλα πάμε.

Ξεκλειδώνει την πόρτα της αίθουσας του 1912 και περπατάμε μέσα στο σκοτάδι. Αυτή τη φορά δεν μου βάζει μαντίλι.

Βγαίνουμε από μια πόρτα που ποτέ δεν είχα ξαναδεί και βλέπω κόσμο, να πηγαίνει και να έρχεται, γυναίκες με φτωχά μακρυά φορέματα και άντρες με κουρέλια. 

-Εφημερίδαα! εφημερίδα!!...Βυθίστηκε ο τιτανικός!! 

Ένα μικρό βρώμικο παιδί με κουρέλια πουλάει εφημερίδες.

Ξαφνικά ένας άντρας σέρνεται στα χαλίκια προς το μέρος μας. Είναι αηδιαστικός και ένα υγρό τρέχει από το στόμα του. Έχει παντού ουλές και αίματα.

-Βοήθεια.. σας παρακαλώ..

-Μου αρπάζει την ουρά του φορέματος και ταράζομαι.

Ο Τζος με τραβάει μακρυά από την μέση και τον κλωτσάει.

Κάτι παιδιά ζητιανεύουν για ένα κομμάτι ψωμί και ο Τζος βγάζει από την τσέπη του μια χούφτα με λεφτά και τα ρίχνει μακρυά για να πάνε να τα μαζέψουν και να απομακρυνθούν από εμάς.

Μια μαύρη άμαξα με δύο κάτασπρα άλογα μας περιμένει στη άκρη της φτωχής γειτονιάς. Μπαίνουμε μέσα και καθόμαστε απέναντι ο ένας τον άλλον.

Κοιτάζω έντρομη έξω από το παράθυρο τον καημένο άνδρα.

-Έχει πανούκλα.  Πετάγεται ξαφνικά ο Τζος με συμπόνια στα μάτια, λες και καταλάβαινε τι σκεφτόμουν.

-Και γιατί δεν τους βοηθάμε;; Στην εποχή μας..--

-Δεν πρέπει να επηρεάζουμε το παρελθόν με τα δικά μας αγαθά. Μπορεί να το αλλάξει σε επίπεδο που εσύ θα μπορούσες να μην είχες γεννηθεί καν.

Δεν μιλάω. Απλώς μπλέκω τα δάχτυλα μου νευρικά και περιμένω.

-Μην πλησιάσεις πολύ την Λαίδη όταν φτάσουμε.

-Γιατί;

-Συνεργάζεται με την ξαδέλφη σου και για αυτούς έμειναν μόνο το δικό σου και το δικό μου αίμα για να κλείσουν τον κύκλο.. 

-Εντάξει.

-Είσαι καλά;

-Γιατί σε νοιάζει;

Έρωτας εκτός χρόνου#Wattys2016Where stories live. Discover now