Κεφάλαιο εικοστό τρίτο

2.2K 219 7
                                    

"Αλεξάνδρα μην αργήσεις το μεσημέρι. Και εγώ και ο πατερας σου θα έχουμε δουλειά και θα έρθουμε αργά. Την Θεοδώρα θα την φέρει ο Βασίλης."

"Ναι οκ." Λέω και βαριεστημένα κοπανάω την πόρτα πίσω μου. Βάζω τα ακουστικά μου και αρχίζω να προχωράω για τη στάση του λεωφορείου. Ο Χάρης έχει εξαφανιστεί στην κυριολεξία. Δεν απαντάει στα μηνύματα μου και στις κλήσεις μου. Ακόμα και τώρα που στην ουσία δεν τα έχουμε νιώθω πολύ χάλια με ότι έχει συμβεί με τον Μιχάλη. Δεν είμαι εγώ έτσι. Πρέπει να του πω την αλήθεια. 

Ξεφυσάω μόλις φτανω στη στάση του λεωφορείου. Περιμένω λίγο να ανεβούν όλοι και ύστερα ανεβαίνω και εγώ. Αφού βρω μία θέση άδεια κάθομαι και κολλάω το πρόσωπο μου στο τζάμι προσπαθώντας να σκεφτώ τι πρέπει να κάνω.

+++++

Είναι πολύ ήρεμα εδώ. Ο καιρός είναι πολύ μουντός αλλά το τοπίο είναι μαγευτικό. Αποφασίζω να καθήσω σε ένα παγκάκι από αυτά που υπάρχουν στην άκρη του μεγάλου πάρκου. Βγάζω το κινητό μου και ανοίγω τα μηνύματα μου. Έχω ένα από την Μελίνα που αναρωτιέται που είμαι. Κανενα από τον Χάρη. Που είναι; Αναστενάζω και αποφασίζω να στείλω στον Βασίλη να τον προειδοποιήσω για τα σχέδια μου.

Βασίλη θέλω μια τεράστια χάρη. Μπορείς να προσέχεις εσύ την Θεοδώρα σήμερα; Οι γονείς μου θα λείπουν και εγώ έχω έρθει σε μια φίλη μου για εργασία. Θα αργήσουμε. Ευχαριστώ και σου το χρωστάω.

Αφού απενεργοποιήσω το κινητό μου το φυλάω στην τσάντα μου και βγάζω από μέσα το μπλοκ μου. Ψαχουλεύω λίγο ακόμα και βγάζω και τα πινέλα με ότι άλλο χρειάζομαι. Τακτοποιώ τα χρώματα και κάθομαι σε μια στάση που θα με βολεύει για πολύ ώρα. Σηκώνω τα μανίκια του ήδη λερωμένου πουκαμίσου μου. Το φαρδύ τζιν μου, μου επιτρέπει να καθήσω άνετα. Εισπνέω τον κρύο και καθαρό αέρα καθώς ο καιρός φαίνεται ότι θα βρέξει σύντομα. Ψηλαφίζω για λίγο το καθαρό πινέλο με τα δάχτυλα μου. Παρατηρώ την όμορφη κοπέλα στην άλλη μεριά του πάρκου. Κάθεται στο παγκάκι και κλαίει. Θέλω τόσο πολύ να πάω να την παρηγορήσω αλλά δεν υπάρχει περίπτωση. Είναι μία άγνωστη κοπέλα που για κάποιον λόγο θέλει να μείνει μόνη της.

Κλαίει πιθανών για κάτι ασήμαντο. Για το ότι την χώρισε το αγόρι της ή μπορει να κλαίει όντως για κάτι πολύ σοβαρό. Δεν θα μάθω ποτέ όμως. Αφήνω τις φιλοσοφίες και αρχίζω να βουτάω το πινέλο στο χρώμα. Τα ανακατεύω και φτιάχνουν ένα μοναδικό συνδυασμό. Το πινέλο ακουμπάει το χαρτί και τα χρώματα χορεύουν ξέφρενα στους ρυθμούς του καρπού μου. 

AlexWhere stories live. Discover now