Κεφαλαιο 8

7K 371 16
                                    

Κάθισα στο παγκάκι και κουλουριάστηκα. Χαιρόμουν που όλοι ήταν στις τάξεις τους. Δεν θα ήθελα κανένας να με δει έτσι. Τα λόγια του Τρέβορ συνέχιζαν να παίζουν στο μυαλό μου ξανά και ξανά. Αυτός δεν ήταν με τίποτα ο Τρέβορ που ήξερα. Ήθελα να ουρλιάξω. Αλλά δεν το έκανα. Αντί αυτού συνέχισα να κλαίω με τον αέρα να φυσάει και την βροχη να στάζει πάνω μου. Πώς μπορούσε να τα είχε πει αυτά; Μετά από τόσο καιρό που ήμασταν μαζί!? Νόμιζα ότι με αγαπούσε!
-Νόμιζα ότι νοιάζοταν…. Ψιθύρισα στον εαυτό μου. Η βροχή πλέον είχε μεταλαχτεί σε κανονική μπόρα και είχα γίνει μούσκεμα και κρύωνα δεν μπορούσα να κουνηθώ... Ένιωσα ένα χέρι να με αγγίζει. Κοίταξα πάνω και το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με του Άσερ. Περίμενα νε με περάσει για τρελή που καθόμουν στην βροχή και έκλαιγα ή να αρχίσει να με ρωτάει ερωτήσεις αλλά το μόνο που έκανε ήταν να με τραβήξει πάνω και να με πάρει αγκαλιά. Τον αγκάλιασα εγώ και προσπάθησα μάταια να σταματήσω να κλαίω.
-Ηρέμησε. Όλα θα πάνε καλά. Είπε και άρχιζε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Είχα να κλάψω και να νιώσω έτσι από τότε που πέθαναν οι γονείς μου.
-Είμαι εγώ εδώ ώρα. Είπε εκείνος.
-Κρυ-κρυώνω. Ψιθύρισα… Έβγαλε το παλτό του και το έριξε στους ώμους μου.
 -Έλα. Ειπε. Σε λίγο ήμασταν έξω από το αμάξι του. Ο Άσερ ξεκλείδωσε και μπήκαμε μέσα. Έβαλε μπροστά και έβαλε το αιρ κοντισιον στο ζεστό. Το αμάξι άρχισε σιγά σιγά να ζεσταίνει. Όταν κατάφερα να σταματήσω να κλαίω με λυγμούς και βρήκα τον ρυθμό της ανάσας μου ξανά τον ρώτησα.
-Πώς ήξερες ότι ήμουν εκεί;
-Ήθελα να πάω στο μπάνιο. Σε άκουσα που φώναζες στον Τρέβορ. Είπε.
 -Α. Αποκρίθηκα εγω.
-Είναι πολύ χάλια; Με ρώτησε ήρεμα.
-Ναι. Μου είπε πράγματα που ποτέ δεν περίμενα να μου πει. Απάντησα εγώ και ανοιγόκλεισα γρήγορα τα μάτια μου έτσι ώστε να μην αρχίσω να κλαίω πάλι.
-Θες να μους πεις; Ίσως βοηθήσει άμα τα βγάλεις από μέσα σου. Πρότεινε. Έτσι του είπα όλα όσα μου είχε πει ο Τρέβορ.
-Ο Τρέβορ δεν είναι έτσι. Η τουλάχιστον δεν ήταν. Είπα στο τέλος.
-Ναι Γκάμπι αλλά μερικά πράγματα αλλάζουν. Είπε εκείνος. -Το ίδιο μου είπε και ο Τρέβορ. Αλλά δεν κατάλαβα λέξη από όσα εννοούσε. Είπα. Ο Άσερ πήρε μια βαθειά ανάσα και ξεφύσηξε.
-Πιστεύεις στους μύθους; Με ρώτησε.
-Ε; Έκανα μπερδεμένη.
-Μάλλον όχι τίποτα άστο. Ξέχνα το. Απάντησε. Κανονικά θα έπρεπε να επιμείνω να μου πει τι εννοούσε αλλά πραγματικά δεν είχα όρεξη για τίποτα πλέον.
-Μπορείς να με πας σπίτι; Δεν έχω όρεξη να δω κανέναν. Ψέλλισα, εκείνος έγνεψε και έβαλε μπροστά. Όταν φτάσαμε σπίτι μου το αμάξι της θεία μου έλειπε πράγμα που σήμαινε ότι θα ήμουν μόνη μου. Αυτό ήταν καλύτερα ή χειρότερα. Όταν ξαφνικά συνειδητοποίησα κάτι. Σε όλη την διαδρομή ο Άσερ δεν με είχε ρωτήσει καν που είναι το σπίτι μου ή από πού έπρεπε να πάει. Γύρισα και τον κοίταξα.
-Πώς ήξερες ότι μένω εδώ; Τον ρώτησα.
-Σε είχα δει να βγαίνεις μια φορά που πέρναγα από δω. Απάντησε.
-Α. Παρεμπιπτόντως σε ευχαριστώ που με έφερες. Του είπα.
-Παρακαλώ. Ξεκίνησα να ανοίγω την πόρτα.
-Άσερ; ρώτησα ενώ εκείνος σαν απάντηση με κοίταξε.
-Θα έρθεις μέσα; Δεν θέλω να είμαι μόνη μου. Του είπα. Φαινόταν σκεπτικός για λίγο αλλά τελικά έσβησε την μηχανή και βγήκε έξω από το αμάξι. Εγώ ξεκλείδωσα την πόρτα και ανεβήκαμε στο δωμάτιο μου. Κάθισα στο κρεβάτι μου και εκείνος κάθισε διπλα μου.
-Είσαι καλύτερα; Με ρώτησε. Ήμουν έτοιμη να πω το συνηθισμένο ψεύτικο ναι μου αλλά όταν τον κοίταξα δεν μπορούσα να του πω ψέματα.
-Όχι. Απάντησα και ξεφύσηξα. Έλα εδώ. Είπε και με τράβηξε στην αγκαλιά του. Ένιωσα για χιλιοστή φορά το κύμα ηλεκτρισμού να με διαπερνά.
-Το νιώθεις και εσύ; Τον ηλεκτρισμό που μας διαπερνάει όταν αγγιζόμαστε; Τον ρώτησα.
-Ναι. Απάντησε. Μετά μείναμε έτσι. Ακίνητοι και αγκαλιασμένοι. Όταν ασφαλής όταν με κρατούσε έτσι. Πράγμα που είχα να νιώσω από καιρό από την βραδιά που χώρισα με τον Τρέβορ. Τον Τρέβορ που νόμιζα ότι με αγαπούσε. Ότι είχαμε κάτι μεταξύ μας που θα κρατούσε για πάντα. Μου ξέφυγε ένας λυγμός.
 -Ηρέμησε Γκάμπι. Ηρέμησε. Με καθησύχασε ο Άσερ. Αλλά δεν μπορούσα. Χαιρόμουν βέβαια που τα παιδιά ήταν σχολείο και η θεία μου ήταν στην δουλειά. Και τώρα χρειαζόμουν όσο τίποτα άλλο την μητέρα μου. Να με αγκαλιάσει και να μου πει ότι όλα θα πάνε καλά και να μην ανησυχώ για τίποτα. Ότι θα τα φρόντιζε όλα εκίνη. Αλλά εκείνη όπως και ο πατέρας μου δεν ήταν εδώ τώρα. Και ούτε πρόκειται να ξανά ήταν ποτέ εδώ μαζί μου στο πλευρό μου. Χωρίς να το καταλάβω είχα αρχίσει πάλι να κλαίω. Θα έδινα τα πάντα για να είχα τους γονείς μου εδώ.
 -Όλα θα πάνε καλά Γκάμπι. Είπε ο Άσερ. Τον κοίταξα.
-Πώς; Όλα μου πάνε στραβά Άσερ! Πρώτα χάνω τους γονείς μου και τώρα και τον ΤΡέβορ! Δεν είναι δίκαιο! Είπα μέσα από τα δάκρυα μου.
-Η ζωή δεν είναι δίκαιη με κανέναν μας Γκάμπι. Ποτέ δεν ήταν. Μου είπε εκείνος. Σκούπισα τα μάτια μου με το χέρι μου και προσπάθησα να μην ξανακλάψω.
-Μην κλάψεις. Μου είπε εκείνος.
-Θα προσπαθήσω. Είπα με ένα θλιμμένο χαμόγελο.
-Έίσαι ερωτευμένη μαζί του ε; Με ρώτησε.
-Ναι. Είπα και ξεροκατάπια προσπαθώντας να μην κλάψω.
-Καταλαβαίνεις όμως ότι δεν γίνεται να κολλήσεις εδώ έτσι; Με ρώτησε. Είχε δίκιο.
-Ναι αλλά δεν ξέρω αν και πότε θα σταματήσω να τον σκέφτομαι. Του απάντησα. Κάτι που ήταν αλήθεια. Πώς μπορούσα να σταματήσω να τον σκέφτομαι στο κάτω κάτω; Ήταν αυτός που ήμουν ερωτευμένη εδώ και τόσο καιρό, ήταν ένα από αυτούς που ήταν εκεί για εμένα όταν πέθαναν οι γονείς μου, ήταν πάντα εκεί όταν χρειαζόμουν οτιδήποτε και να ήταν αυτό. Ήταν ο πρώτος μου. Και αυτός που είχα ερωτευτεί. Και τώρα όλα αυτά τελείωσαν μια για πάντα.
-Δηλαδή δεν τον μισείς; Με ρώτησε ο Άσερ.
-Δεν ξέρω. Μου είπε πολλά και νιώθω…. προδομένη. Αλλά δεν ξέρω αν τον μισώ. Ψιθύρισα. Εκείνος έμπλεξε το χέρι μου με το δικό του ενώ με το ελεύθερο χέρι του έπιασε το προσωπό μου.
-Υποσχέσου μου ότι δεν θα ξανακλάψεις. Ψιθύρισε και το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου. Παρατήρησα τα μάτια του. Ήταν αναμφίβολα τα πιο πράσινα μάτια που είχα δει.
 -Υπόσχομαι. Του είπα.
-Ωραία. Γιατί δεν μου αρέσει να σε βλέπω να κλαις. Μου απάντησε.
 -Σε ευχαριστώ. Του είπα. Σαν απάντηση απλά έγνεψε. Μείναμε έτσι για λίγο. Να κοιταζόμαστε στα μάτια, έχοντας μπλεγμένα τα χέρια μας. Μετά ο Άσερ έσκυψε προς το μέρος μου. Ήξερα τι ήταν έτοιμος να κάνει. Και ήμουν έτοιμη να ανταποκριθώ. Τα χείλη μας ίσα που αγγίχτηκαν. Από έξω άρχισε να μπουμπουνίζει και να βρέχει δυνατά και να φυσάει δυνατά. Τραβήχτηκε πίσω.
-Όχι. Δεν πρέπει να το κάνω αυτό. Είπε. Σηκώθηκε πάνω και άνοιξε το παράθυρο μου. Ο ουρανός άστραψε. Πήγα κοντά του και άγγιξα τον ώμο του. Εκείνος γύρισε προς το μέρος μου.
-Πρέπει να φύγω. Είπε και πριν προλάβω να του πω τίποτα κατέβηκε κάτω και έφυγε. Έκλεισα το παράθυρο και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Τι στο καλό; Ήμουν έτοιμη να τον φιλήσω και βασικά σχεδόν το έκανα… Κανονικά δεν έπρεπε να το είχα κάνει. Τι έτρεχε με εμένα; Μέσα σε μια μέρα είδα τον Τρέβορ, μου είπε πράγματα που δεν περίμενα ποτέ να μου έλεγε και είχα σχεδόν φιλιθεί με τον Άσερ... Το κεφάλι και οι σκέψεις μου ήταν ένα σκέτο χάλι. Προσπάθησα να σκεφτώ ήρεμα και καθαρά. Γιατί τα είχε πει αυτά ο Τρέβορ; Τα εννοούσε η απλά ήθελα να με κρατήσει μακριά του αλλά αν ναι γιατί; Ο Τρέβορ δεν θα με πλήγωνε ποτέ οπότε προφανώς τα είπε για να με κρατήσει μακριά του. Η μήπως όχι. Ξεφύσηξα. Δεν έβγαζα νόημα. Αλλά πρώτα έπρεπε να δω τι θα έλεγα στον αδερφό μου τα κορίτσια και τον Τζάρεντ. Αμ τους έλεγα την αλήθεια υπήρχε μια μεγάλη πιθανότητα ο Μπράντον να πιάνονταν στα χέρια με τον Τρέβορ κάτι που δεν ήθελα με τίποτα να συμβεί. Αρά απλά θα του έλεγα ότι πήγα να του μιλήσω και εκείνος είπε απλώς ότι δεν θέλει να έχουμε καμία σχέση. Θα έλεγα το ίδιο στον Τζάρεντ. Αλλά η Έιμι και η Έβελιν; Με ήξεραν θα καταλάβαιναν ότι κάτι συνέβαινε και ότι έλεγα ψέματα. Και να τους έλεγα όμως τι; Δεν ήθελα να τα θυμάμαι και αν τους τα έλεγα θα τα θυμόμουν και…. δεν ήθελα να τα θυμηθώ. Και απ’ την άλλη υπήρχε η πιθανότητα να τους ξεφύγει τίποτα στον Μπράντον. Δεν γινόταν τίποτα. Το κουδούνι που χτύπησε με έκανε να αναπηδήσω. Κατέβηκα τις σκάλες και άνοιξα. Ο Μπράντον, η Έιμι,ο Τζάρεντ και η Έβελιν μπήκαν μέσα.
-Που ήσουν; Είπαν όλοι ταυτόχρονα.
-Δεν γίνεται να φεύγεις έτσι! Είπε ο Μπράντον.
 -Ανησυχήσαμε ξέρεις! Είπε ο Τζάρεντ.
-Ειδικά την στιγμή που είχες δει τον Τρέβορ! Είπε η Έβελιν. -Και επίσης μάντεψε! Εγώ εσύ η Έβελιν ο Άσερ και η Μπρίτνεη έχουμε ομαδική εργασία! Είπε η Έιμι.
-Ένα ένα! Τους είπα.
-Πρώτον. Ήμουν εδώ Μπραντ. Δεύτερον ευχαριστώ για το ενδιαφέρον αλλά άλλη φορά μην ανησυχήσετε έτσι Τζάρεντ. Ναι είδα τον Τρέβορ, μιλήσαμε πήγε χάλια τέλος Έβελιν και τώρα Έιμι. -
 ΤΙ; Φώναξα.
 -Ακριβώς. Η Νόρα μας χώρισε σε ομάδες και είμαστε μαζί όπως και η Μπρίτνεη και ο Άσερ. Παραπονεθήκαμε αλλά δεν άλλαζε γνώμη οπότε πρέπει να κανονίσουμε πως θα ανεχτούμε την ηλίθια την Μπρίτνεη και που στο καλό θα κάνουμε την ηλίθια εργασία. Και γι αυτό πρέπει να μιλήσουμε στην Μπρίτνεη .Είπε η Έιμι.
-Τέλεια! Αυτό έφτιαξε εντελώς την μέρα μου. Μονολόγησα. -Τι έγινε με τον Τρέβορ; Με ρώτησε ο Τζάρεντ. Έπρεπε να διαλέξω πολύ προσεκτικά τα λόγια μου.
 -Να όταν βγήκα για νερό τον είδα και πήγα να του μιλήσω. Τον ρώτησα που ήταν τόσο καιρό και είπε ότι ήταν σπίτι. Τον ρώτησα γιατί δεν μιλάει σε κανέναν μας και μου είπε ότι αυτές είναι δικές του δουλειές και να μην ανακατεύομαι και ότι δεν θέλει να έχουνε καμία απολύτως σχέση. Ολοκλήρωσα.
-Και είσαι εντάξει μικρή; Ρώτησε ο Μπράντον.
-Όχι και τόσο αλλά θα μου περάσει. Ειδικά από την στιγμή που θα πρέπει η Μπρίτνεη να έρθει εδώ! Είπα κάνοντας μια αποτυχημένη προσπάθεια αστείου.
-Δηλαδή δεν υπάρχει περίπτωση να τα ξαναβρείτε; Με ρώτησε ο Τζάρεντ.
-Καμία. Του απάντησα.
-Μην ανησυχείς. Μου είπε η Έβελιν.
-Ναι θα βρεις καλύτερο. Συμπλήρωσε η Έιμι.
-Έχουν δίκιο. Είπε ο Τζάρεντ.
 -Εσύ είσαι εντάξει; Τον ρώτησα. Με κοίταξε με τα καταγάλανα μάτια του.
-Όχι. Αλλά θα τα καταφέρω. Είπε. Πήγα κοντά του και τον αγκάλιασα.
-Είμαστε ο ένας χειρότερος από τον άλλον. Του είπα μόλις τον άφησα.

Ο Φύλακας Άγγελος σου {GWattys}Donde viven las historias. Descúbrelo ahora