Κεφάλαιο 35ο

916 129 6
                                    

Σκουντούφλησα προς το δωμάτιο μου. Η Νίνα με είχε κάνει να πιω αρκετά και όλα γύριζαν μέσα στο κεφάλι μου. Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και προσπάθησα να κλείσω τα μάτια μου. Μάταια. Ζαλιζόμουν περισσότερο. Γύρισα μεριά μήπως καλυτέρευαν τα πράγματα. Όμως δεν γινόταν τίποτα. Σηκώθηκα μετά κόπων και βασάνων και προσπάθησα να πάω προς την κουζίνα. Τα χείλη μου είχαν ξεραθεί και χρειαζόμουν νερό επειγόντως. Κατέβαινα τις σκάλες προσεκτικά όμως παραπάτησα και βρέθηκα με τον κώλο να κατεβαίνω λίγα λίγα τα σκαλιά. Σταμάτησα μόλις η είσοδος του σπιτιού και το σαλόνι εμφανίστηκαν στο οπτικό μου πεδίο. Λίγο πριν πάρω απόφαση ότι έπρεπε να σηκωθώ η πόρτα άνοιξε και ο Μαξ εμφανίστηκε. Τον ακολουθούσε η Μαρίλια. Εκείνος κάθισε στον καναπέ και εκείνη ανέβηκε πάνω του φιλώντας τον προκλητικά. Τα μάτια μου είχαν γουρλώσει και δεν ήξερα αν η αηδία που ένιωθα ήταν αυτή που ανακάτευε το στομάχι μου ή το αλκοόλ που είχα καταναλώσει. Σύντομα εκείνη πέταξε την μπλούζα από πάνω της και εκείνος ξεκίνησε να την φιλάει αχόρταγα.

«Κάσι» άκουσα την σιγανή φωνή του Ορφέα πάνω από τα βογκητά των άλλων δύο «τι κάνεις εδώ;» στεκόταν όρθιος πάνω από το κεφάλι μου. Όταν τον κοίταξα ένιωσα δάκρυα να κυλάνε από τα μάτια μου στην μπλούζα μου. Εκείνος αμέσως κάθισε δίπλα μου και πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους μου γέρνοντας με προς το μέρος του. Με σήκωσε και με βοήθησε να ανέβω τις σκάλες με προσοχή αφήνοντας πίσω μας τον Μαξ και την κοπέλα του. Όταν φτάσαμε στον πρώτο όροφο εκείνος δεν με άφησε στο σημείο όπου έπρεπε να χωρίσουν οι δρόμοι μας αλλά ήταν έτοιμος να με βοηθήσει να ανέβω στην σοφίτα. Όμως νιώθοντας το στομάχι μου να συσπάται τον έκανα στην άκρη και έτρεξα προς το μπάνιο αδειάζοντας το περιεχόμενο του πάνω από την λεκάνη. Έπειτα έπεσα ταλαιπωρημένη στο δροσερό πάτωμα κοιτάζοντας το ταβάνι. Ένιωσα λίγη από την ζαλάδα να με έχει εγκαταλείψει.

«Είσαι καλά;» άκουσα την φωνή του Ορφέα.

«Όχι» απάντησα χωρίς να μπορώ να ανασηκωθώ.

Τα βήματα του ακούστηκαν βαριά πάνω στα πλακάκια καθώς με πλησίαζε. Κάθισε στο πάτωμα δίπλα μου και παρόλο που ένιωθα βρώμικη δεν τον έδιωξα. Η παρέα του μου έκανε καλό. Δεν χρειαζόταν καν να μιλάμε απλά να μην νιώθω τόσο μόνη.

«Κοιμάται;» ακούστηκε η φωνή του Αρθούρου και προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου όμως εκείνα αρνούνταν να ακολουθήσουν τις εντολές μου. Το μαξιλάρι μου ήταν πιο σκληρό από εκείνο που είχα συνηθίσει. Γύρισα ανάσκελα και συνειδητοποίησα ότι κοιμόμουν ακουμπισμένη πάνω στα πόδια του Ορφέα. Εκείνος κοίταζε τον Αρθούρο που στεκόταν στην πόρτα του μπάνιου. Οι δύο μας βρισκόμασταν στο πάτωμα και μάλλον εκεί, σε αυτή την στάση είχαμε περάσει όλη την νύχτα.

Φυλακισμένες ΨυχέςWhere stories live. Discover now