Κεφάλαιο 58ο

719 114 11
                                    

Λένα

7 μήνες αργότερα και τίποτα δεν είχε αλλάξει. Όλα είχαν αλλάξει. Η Κάσι με έφερε στο παλάτι ως την προσωπική της βοηθό. Δεν άντεχε να με αφήσει πίσω τώρα που όλα είχαν διαλυθεί. Όμως ήξερα ότι δεν άντεχε την διαρκή υπενθύμιση των ημερών εκείνων της πρώτης γνωριμίας της με τον Μαξ. Από την ημέρα της πυρκαγιάς είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Ήταν λες και είχε χαθεί η ζωή από μέσα της. Μόνο όταν έβλεπε τα μικρά χαμογελούσε που και που. Όμως ακόμη και αυτό δεν ήταν αρκετό για να συνέλθει. Ο Μανώλης έμοιαζε να είναι πλήρως αφοσιωμένος στην φρουρά του παλατιού και ο Ορφέας στην Κάσι. Εκείνος και ο αδερφός της ήταν οι μοναδικοί που κατάφερναν να αποσπάσουν ένα χαμόγελο και καμιά κουβέντα. Ο πρώτος στις κρυφές τους συναντήσεις, ο δεύτερος τις ώρες της ημέρας που περνούσε μαζί της. Και η αλήθεια ήταν ότι περίμενα εκείνες τις ώρες της ημέρας σαν τρελή. Για εκείνον ήμουν μια απαρατήρητη κοινή. Για εμένα όμως ήταν ένα όνειρο. Τόσο στοργικός με την αδερφή του, γεμάτος αυτοπεποίθηση και κύρος ανάμεσα στους υπόλοιπους Γαλαζοαίματους. Και εκείνα τα γκριζογάλανα μάτια του ήταν φωτιά και λαύρα. Και κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες στο παλάτι. Όλα έμοιαζαν ίδια. Όμως τίποτα δεν ήταν. Ακόμη και ο Φίλιππος είχε μετατραπεί σε ένα σκληρό, ψυχρό και απόμακρο Βασιλιά. Και φυσικά εκείνοι που είχαν υποστεί από πρώτο χέρι τις συνέπειες ήταν οι κοινοί.


Κρίστοφερ

Κοίταξα την Κάσι που αγνάντευε έξω από το παράθυρο αφηρημένη. Χάιδευε την κοιλιά της, η οποία είχε μεγαλώσει πλέον χωρίς να μου δίνει ιδιαίτερη σημασία. Τη φίλησα στο μέτωπο και προχώρησα προς την πόρτα του δωματίου της. Την τράβηξα και χωρίς να το καταλάβω μια από τις ακολούθους της έπεσε στην αγκαλιά μου. Εκείνη σήκωσε ντροπαλά το κεφάλι της και με κοίταξε. Τα μεγάλα καστανά μάτια της φανέρωναν την αθωότητα της. Τα μάγουλα της κοκκίνισαν ευθείς αμέσως. Ήταν εκείνη. Η μικρή που είχε φέρει η Κάσι από τις φτωχογειτονιές. Και για να λέμε την αλήθεια μόνο μικρή δεν ήταν. Είχε κλείσει τα 16 και το σώμα της ήταν γεμάτο ακαταμάχητες καμπύλες. Της χαμογέλασα και βγήκα από το σωμάτιο της αδερφής μου κατευθυνόμενος προς το συμβούλιο. Ακόμη ένας αγώνας που είχα να αντιμετωπίσω. Ο Φίλιππος είχε στραμμένη την προσοχή του στους κοινούς ψάχνοντας έναν τρόπο να τους εκδικηθεί. Ο λόγος απλός. Θεωρούσε ότι είχε χάσει την Κάσι εξαιτίας εκείνης της απαγωγής. Ότι εκείνη δεν είχε καταφέρει ποτέ να ξεπεράσει το τραύμα αυτό. Λάθος. Δεν είχε καταφέρει ακόμη να ξεπεράσει τον θάνατο του Μαξ. Ο Φίλιππος όμως εθελοτυφλούσε. Μέρα με τη μέρα γινόταν ολοένα και πιο παρανοϊκός! Και το χειρότερο όλων αγνοούσε τις συνωμοσίες που πλέκοντας περίτεχνα κάτω από την μύτη του. Μέσα στο ίδιο του το παλάτι. Και γνώριζα ότι αργά ή γρήγορα θα ξεσπούσε εμφύλιος μέσα στις τάξεις των Γαλαζοαίματων και ο καθένας θα καλούνταν να πάρει θέση.

Καθένας στο Συμβούλιο είχε στραμμένη την πίστη του μονάχα σε έναν. Και κάπως έτσι οι ψήφοι είχαν μοιραστεί ανάμεσα στον παππού μου, Δούκα της Ποσειδωνίας, τον Δούκα του Σαχ και στον Βασιλιά. Καθένας είχε τα δικά του σχέδια. Καθένας είχε τις δικές του προσδοκίες.


Κάσι

Εξουσία. Από πολύ νωρίς έμαθα την σημασία της. Όλοι πάλευαν να την κατακτήσουν. Και όταν αυτό συνέβαινε αποτρελαίνονταν προκειμένου να την κρατήσουν. Εθίζονταν σε εκείνη. Και ο εθισμός προκαλεί άσχημες καταστάσεις.

Περπατούσα σε έναν από τους διαδρόμους του παλατιού. Συχνά έπιανα τον εαυτό μου να ταξιδεύει σε κάποιο άλλο μέρος. Είχα αρχίσει μάλιστα να νιώθω φυλακισμένη. Χρειαζόμουν μια αλλαγή και σκόπευα να ζητήσω από τον Φίλιππο να με απελευθερώσει ώστε να περάσω κάποιο χρόνο στο νησί μου ή στην Υόρκη. Μου είχε λείψει η Υόρκη. Μπορεί να μην είχε καμία σχέση με την κοινωνική ζωή της Ποσειδωνίας, την λάμψη της ή τις εκδηλώσεις που λάμβαναν μέρος εδώ όμως εκεί ήταν το σπίτι μου. Οι άνθρωποι ήταν ζεστοί και φιλικοί. Και πάνω από όλα δεν υπήρχε το μίσος.

«Είμαστε έτοιμοι» άκουσα έναν ψίθυρο και έστριψα στην γωνία βλέποντας δύο άντρες να μιλάνε σιγανά. Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Πέρασα δίπλα τους και εκείνοι υποκλίθηκαν. Συνέχισα την διαδρομή μου.


Μαξ

Πήρα στα χέρια μου το τηλεγράφημα. Το διάβασα γρήγορα. Έσμιξα τα φρύδια μου και τσαλάκωσα το χαρτί. Εκείνος ο άντρας που με είχε απελευθερώσει είχε δίκιο. Σε λίγο καιρό θα ξεσπούσε πόλεμος. Αργά ή γρήγορα όλοι θα αναγκαζόμασταν να λάβουμε μέρος. Είτε ήμασταν κοινοί είτε Γαλαζοαίματοι.

Προχώρησα γρήγορα στον δρόμο μπροστά μου. Οι άμαξες με προσπερνούσαν ταχύτατα και εγώ προσπαθούσα να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου. Από την στιγμή που πάτησα το πόδι μου σε εκείνο το μέρος είχα αναλωθεί σε σκέψεις σχετικές με την Κάσι. Άραγε είχε περάσει από εδώ ποτέ της; Ποιο μέρος του κάστρου Ντινάιλ λάτρευε και ποιο μισούσε; Τους τελευταίους μόλις μήνες είχα ξεκινήσει να θέτω το σχέδιο σε εφαρμογή. Η αγάπη που έτρεφαν όλοι για την οικογένεια Ντινάιλ και για την Κάσι διευκόλυνε τα πράγματα σε συνδυασμό με το πάθος που είχε γεννηθεί μέσα τους από την ιστορία του Επαναστάτη Μαξ. Τους δινόταν άλλωστε η ευκαιρία για πρώτη φορά να πάρουν πιο ενεργά ρόλο σε όλα όσα θα ερχόντουσαν. Αναστέναξα. Καθώς οι μέρες περνούσαν γινόμουν ολοένα και πιο σίγουρος ότι ο Κρίστοφερ ήταν ο άνδρας με τον μανδύα. Ότι ο Κρίστοφερ ήταν εκείνος που με είχε απελευθερώσει. Και το σημαντικότερο όλων ότι η Κάσι κινδύνευε. Και εγώ θα έπρεπε να είμαι εκεί την κατάλληλη στιγμή για να την σώσω. Θα ήμουν εκεί...


Φυλακισμένες ΨυχέςWhere stories live. Discover now