Κεφάλαιο 60ο

760 108 21
                                    

Ορφέας

Φωνές. Ουρλιαχτά. Εκκωφαντικοί θόρυβοι.

Σηκώθηκα περίεργος από το κρεβάτι για να μάθω τι είχε συμβεί πάλι στις φτωχογειτονιές. Ποια καινούρια μοίρα μας περίμενε;

Κατέβηκα στο σαλόνι για να διαπιστώσω ότι ο Αρθούρος έλειπε όπως και η Νίνα. Έβαλα ένα φλιτζάνι καφέ και άνοιξα την τηλεόραση. Η συνήθης παρουσιάστρια έλειπε από την οθόνη. Ένα μαύρο τίποτα εμφανιζόταν στην θέση της. Απορημένος περπάτησα μέχρι το παράθυρο. Κοίταξα έξω. Οι δρόμοι ήταν κενοί. Και όποτε εμφανιζόταν κάποιος άνθρωπος έτρεχε σαν τρελός. Περίεργο. Περπάτησα προς την είσοδο του σπιτιού ανοίγοντας την πόρτα. Σίγουρα κάποιος θα μου έλεγε τι συνέβαινε. Ίσως ο Βασιλιάς πάλι ξύπνησε με τις στραβές του και είχε βγάλει κανένα νέο διάγγελμα. Κοίταξα δεξιά. Ερημιά. Κοίταξα στα αριστερά. Καπνοί. Ο ουρανός είχε γίνει πορτοκαλί. Συνοφρυώθηκα σκεφτόμενος αυτή τη φορά αλήθεια τι μπορεί να συνέβαινε στην Ποσειδωνία.

«Τι κάνεις εδώ έτσι ντυμένος;» ρώτησε ο Αρθούρος πανικόβλητος.

Ήπια μια γουλιά από τον καφέ μου και τον ακολούθησα στο σπίτι.

«Τι συμφορά μας βρήκε πάλι;» ρώτησα κάπως ειρωνικά για να τον τσιγκλήσω.

«Ορφέα ξύπνα. Ο Δούκας του Σαχ μπήκε με τον στρατό του στην Ποσειδωνία. Ο Μανώλης μου έστειλε μήνυμα να τον συναντήσουμε στο παλάτι. Πρέπει να φύγουμε για Υόρκη. Είναι το μοναδικό μέρος που θα είμαστε ασφαλείς...»

Τον κοίταζα προσπαθώντας να αναλύσω τα λόγια του. Ακουγόντουσαν τόσο τρελά. Δεν είχε στραφεί ποτέ κάποιος Γαλαζοαίματος έναντι σε κάποιον άλλον. Δεν είχε λογική. Και αν συνέβαινε αλήθεια κάτι τέτοιο εμείς ως κοινοί ποιανού το μέρος έπρεπε να πάρουμε.

«Η Κάσι» φώναξα «θα είναι η πρώτη που θα σκοτώσουν»

«Επιτέλους πήρες μπρος» διαμαρτυρήθηκε εκείνος. Έτρεξα στο δωμάτιο μου και έβαλα μια μπλούζα και ένα παντελόνι. Φόρεσα γρήγορα τα παπούτσια μου και βγήκα από το σπίτι. Ο Αρθούρος με ακολουθούσε.

«Η Νίνα» φώναξα αλλάζοντας πορεία ξαφνικά. Βρισκόταν από το πρωί στο καταφύγιο. Εκείνος έδειξε να συνειδητοποιεί ότι έπρεπε να την εντοπίσουμε πριν ο στρατός φτάσει μέχρι εδώ. Πήγαμε πρώτα στο σπίτι που στεγαζόντουσαν όλοι όσοι χρειαζόντουσαν βοήθεια. Δεν μπορέσαμε όμως να τη βρούμε. Ανάμεσα στα βρώμικα πρόσωπα των ανθρώπων που βρισκόντουσαν αγκαλιασμένοι στο πάτωμα τρέμοντας από τον φόβο τους δεν εντοπίσαμε πουθενά το δικό της. Βγήκαμε ξανά στους άδειους δρόμους με κατεύθυνση το παλάτι. Ίσως να πήγαινε και εκείνη προς το μέρος αυτό.

Φυλακισμένες ΨυχέςOnde histórias criam vida. Descubra agora