Σπίτι μας

1.7K 229 45
                                    

ΣΠΊΤΙ ΜΑΣ, βασιλεύει η ησυχία τα ξημερώματα του Σαββάτου. Η έντονη παρουσία του James στον χώρο με συνεπαίρνει.

Ανοίγω με κόπο τα μάτια. Τα χέρια του είναι περασμένα γύρω μου. Τα γυμνά κορμιά μας ξαπλώνουν κάτω από το πάπλωμα.

Μαβια και πορτοκαλιά χρώματα της αυγής κάνουν συντροφιά στο σκοτεινό ακόμα σπίτι.

Το κεφάλι μου ξανά βολεύεται στο στήθος του.

Η πόρτα ανοίγει αργά. Η καρδιά μου χτυπά σταθερά. Η κουρτίνα στέκει σύμμαχος μας. Η μητέρα μου προσπαθεί να διακρίνει εμένα να κοιμάμαι.

Διακρίνει ένα σώμα. Ευχαριστημένη φεύγει.

Μα ένα σώμα είδε. Ένα σώμα υπάρχει. Ένα σώμα είμαστε εγώ και ο James.

'Έφυγε...' μουρμουρίζει η βραχνή φωνή του.

Με σφίγγει.

'Πρέπει να φύγω.'
'Ξέρω μωρό μου...'

Χαμογελά στον εαυτό του μόλις το ακούει αυτό. Τα χέρια μου τού επιτρέπουν πια να σηκωθεί αφού δεν τον κρατώ αγκαλιά.

Σηκώνεται και ντύνεται γρήγορα.

Μισό-σηκώνω το σώμα μου και το βλέμμα μου τον ακολουθεί. Φτιάχνει τα μαλλιά του. Ντύνεται.

Είναι σαν ποίημα. Σαν να διαβάζω ιστορίες πάνω στις φλέβες των χεριών του. Σαν να μου χάριζαν τόμους χθες βράδυ τα μάτια του.

Πλησιάζει το κρεβάτι και μου δίνει ένα απαλό φιλί. Μια ζέστη κατακτά το σώμα μου. Το χέρι του κατεβαίνει στην μέση μου και με σφίγγει πάνω του.

Με αφήνει αργά μαζί με μια ανάσα. Τα χθεσινοβραδυνά, κόκκινα μάτια του έχουν αντικατασταθει από το γνώριμο, πανέμορφο πράσινο τους που ερωτεύτηκα.

Κλείνω τα μάτια και πάει προς το παράθυρο για να φύγει.

'James;'
'Μμ;' ρωτά έτοιμος να πηδήξει.

Δεν απαντώ και απλά τον αφήνω να πλανάται στο βλέμμα μου. Φεύγει. Και όμως ξέρω ότι θα ακούσει την απάντηση. Όπου και να 'ναι.

Ότι και να κανει. Το μυαλό του ήταν συνδεδεμένο με το δικό μου.

'Και εγώ σε αγαπάω James...'

Τα δάχτυλα μου χαιδευουν απαλά τις δύο πληγές στο πλάι του λαιμού μου.

Απ' όλα τα τατουάζ μου. Απ' όλα τα σημάδια. Αυτά τα δύο είναι τα ομορφότερα.

Αφού περιποιηθώ τον εαυτό μου, κάνοντας ένα ζεστό μπάνιο, φόρεσα ένα μπορντό πουλόβερ με ένα μαύρο τζιν.

Μαύρα all star, τα αγαπημένα μου.

Ντύνομαι καθημερινά, ντύνομαι ζεστά. Λες και πρόκειται να φύγω.

Πάω στο κατάλληλο μέρος. Αγγίζω τα πράγματα του νοσταλγικά. Στο ματωμένο χέρι μου κρατώ το γράμμα του. Διαβάζω τα τελευταία γράμματα του:

<<Μην σκέφτεσαι. Δεν νιώθεις τον πόνο, χωρίς σκέψεις. Να είσαι καλά, να χαμογελάς. Χαλάρωσε, όλα τελείωσαν. Εγώ θα λείπω, αλλά θα είσαι καλά. Οι γονείς σου, σε αγαπάνε, να είσαι δίπλα τους. Μην παραπονιέσαι. Είσαι ικανή για τα πάντα. Μπορείς. Σαγαπαω, μην το ξεχάσεις αυτό. Συγχώρεσε με, μα, αυτός ο κόσμος, δεν είναι ο κόσμος μου. Πάω στον δικό μου, λοιπόν. Οι άγγελοι, πάντα, πρέπει να επιστρέφουν, σπίτι. Θα σε περιμένω, σπίτι μας, σύντομα.>>

Τα δάκρυα τρέχουν αράδες από τα μάτια μου αλλά δεν με πειράζει πια. Κουράστηκα να πιεζομαι. Κουράστηκα να κατάπιεζομαι. Είναι καιρός, πια, να νιώσω και εγώ ελεύθερη.

Οι λέξεις του γυρνάνε στο μυαλό μου και νιώθω πιο πεπεισμένη από πριν.

Φτάνω στο ύψος που πρέπει. Επιτέλους αδερφούλη, θα έρθω σπίτι μας.

Carnivore.

Αυτό το τατουάζ είναι περισσότερα από απλές γραμμένες λέξεις...

Τώρα ξέρω. Τώρα καταλαβαίνω.

Carnivore.

Carnivore, carnivore, carnivore...

Εκείνη η ανάσα περνάει μακριά και αυτή την σκέψη.

<•••••••••••••••••••••••>

~1 chapter left~

CarnivoreWhere stories live. Discover now