Κεφαλαιο VII

2.3K 176 3
                                    

Δεκέμβριος του 2011

Γύρισε να τον κοιτάξει έντρομη . Ο αέρας ανακάτευε τα μακριά μαλλιά της φέρνοντας τα στο πρόσωπο της . Κατάπιε νευρικά καθώς  τα μάτια του την κάρφωναν με το βλέμμα του.
Δεν την είχε ξεχάσει είπε . Της φαινόταν τόσο περίεργο . Όλοι της ξεχνούσαν , για κανέναν δεν ήταν αρκετά σημαντική έτσι ώστε να αποτυπωθεί στην μνήμη του . Το είχε πλέον συνηθίσει και αποδεχτεί στη ζωή της . Ήταν ένα ασήμαντο αντικείμενο που κινούνταν απαρατήρητο ανάμεσα σε εκκατομυρια ανθρώπους .
Εκείνος όμως . Ο γοητευτικός άγνωστος που της είχε σώσει την ζωή , δεν την είχε ξεχάσει . Κι είχε μάλιστα μπει στον κόπο να την ψάξει .
«Τι έγινε Βεατρίκη ; Καταπιες την γλώσσα σου ;» Η ειρωνία στη φωνή του τηβ έκανε να ξυπνήσει από τον λυθαργο της . Δίχως δεύτερη σκέψη απομακρύνθηκε από κοντά του και τον κοίταξε δολοφονικά . Δεν της είχε κάνει τίποτα κι όμως και μόνο η παρουσία του της προκαλούσε μια ανεξήγητη νευρικότητα .
Τα μοβ της μάτια καρφώθηκαν πάνω στα δικά του με θαρρος , πρωτόγνωρο για εκείνη .
«Δεν είχα τον χρόνο να σου τηλεφωνήσω . Και γιατί να το έκανα ; Δεν σε γνωρίζω καν .»
«Σα λίγο καιρό θα έχεις  πάντα χρόνο για εμένα όμορφη Βεατρίκη , στο υπόσχομαι . Απλώς περίμενε λίγο ακόμα .»
Είχε σκύψει και ψιθύριζε στο αυτί της κάνοντας το δέρμα της να ανατριχιάσει από την τραχιά φωνή του . Ένα κύμα ζεστασιάς την πλημυρισε πριν νιώσει πως θα έχανε την γη κάτω από τα πόδια της .
Πριν προλάβει να συνέλθει εκεί ος είδε αποτραβηχτεί , έδειχνε έτοιμος να φύγει .
«Θα τα ξαναπούμε σύντομα mia Bella .» Της είπε σοβαρός πριν χαθεί στο πλήθος .
Η Αριάδνη αναγκάστηκε να στηριχθεί πάνω σε έναν φανοστάτη για να μην χάσει την ισσοροπια της . Τι της συνέβαινε ; Ήταν δυνατόν να επιρρεαστει τόσο πολύ από τα λόγια ενός ξένου ; Από το άγγιγμα κάποιου που δεν γνώριζε παρα μόνο ελάχιστα ;
Έπιασε την καρδιά της να χτυπά σαν τρελη , και χρειάστηκε αρκετό χρόνο μέχρι να συνέλθει για να μπορέσει να επιστρέψει στο τραπέζι .

«Άρια που στο καλό ήσουν τόση ώρα ; Μας τρόμαξες για όνομα του θεού μητε το ξανακάνεις .»
«Η..ήθελα απλώς να πάρω λίγο αέρα .. δεν ..»
Ο αδελφός της άπλωσε τα χέρια του για να την αγκαλιάσει στοργικά .
«Δεν πειράζει ... αρκεί να μην το ξανακάνεις . Μην με φοβίζεις έτσι . Δνε ξέρω τι θα γίνει εάν σε χάσω .»
«Ήταν η κρίση πανικού , έπρεπε να φύγω με συγχωρείς .»
«Έλα πέρασε τώρα . Ο μπαμπάς μας περιμένει , κόντεψε να τρελαθεί όταν είδε πως αργούσες.»
«Δεν θα πάθαινα κάτι . Μην ανησυχείτε τόσο .»
«Μην το ξαναπείς αυτό . Σε νοιαζόμαστε πάντα θα ανησυχούμε για εσένα . Νιώθεις καλύτερα τώρα ;»
«Ναι μόνο της στιγμής ήταν μην ασχολείσαι . Πάμε να καθισουμε .»
Το τραπέζι τους είχε γεμίσει με Ρα φαγητά που είχαν παραγγείλει , και μόλις κάθισαν η Αριάδνη παρατήρησε τους δυο άνδρες να τρώνε με όρεξη . Η ίδια σχεδόν δεν άγγιξε το φαγητό της καθώς το μυαλό της ταξίδευε σε ένα ζευγάρι καστανα μάτια που τηβ κοίταζαν άγρια , σε ένα άκρως ερωτεύσιμο πρόσωπο που τηβ καλούσε κοντά του .
Κούνησε το κεφάλι της αποδοκιμαστικά . Πως σκέφτονταν εκείνη έτσι και μάλιστα για κάποιον που δεν είχε δει παρα μόνο δυο φορές ;
Προσπάθησε να επικεντρωθεί στη συζήτηση που της είχε ανοίξει ο πατέρας της όμως αυτό κατέληξε να τηβ εκνευρίσει περισσότερο .
Αρνούνταν να αποδεχθεί τη προτροπή του για  να γίνει δικηγόρος . Όσο κι αν προσπαθούσε να του εξηγήσει το ποσο πολύ τη συνάρπαζε ο κόσμος της ιταλικής φιλολογίας εκείνος ήταν λες και δεν άκουγε καθόλου τα δικά της λόγια . Κατέληξε στο να εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια για να επικοινωνήσει μαζί του και έστρεψε την προσοχή της στο γεματο σχεδόν της πιάτο παίζοντας με το σπυρωτο ρύζι και το κοτόπουλο της .
Έξω είχε νυχτώσει για τα καλά . Ο έναστρος ουρανός φώτιζε ακόμη περισσότερο τους φωτιές μένους δρόμους , τα περισσότερα μαγαζιά είχαν κλείσει πλέον ,οι βιτρίνες τους όμως δεν έπαυαν να είναι το ίδιο εντυπωσιακές . Ο κόσμος στο μαγαζί είχε αρχίσει να αραιώνει και αυτός , πλέον λίγες παρέες στο βάθος του μαγαζιού συζητούσαν αθόρυβα , καμία οικογένεια δεν προσέφερε στο μέρος χαρά .
Αναστέναξε λυπημένα καθώς και οι ίδιοι ετοιμαζόταν για να αναχωρήσουν . Ο πατέρας της φαινόταν μεθυσμένος για ακόμα μια φορά , προκαλώντας της αποστροφή . Δεν ήθελε να γυρίσει στο σπίτι για να δει ακόμα ένα από τα ανούσια ξεσπάσματα του .
Πλησίασε τον Παύλο και τέντωσε το σώμα της για να φτάσει στο ύψος του.
«Πήγαινε τον σπίτι , και κάλεσε με όταν ηρεμίσει .» Του είπε όσο πιο σύντομα μπορούσε και εξαφανιστηκε έξω στο κρύο νυχτερινό Λονδίνο .
Κατηφορίζοντας σε πιο κεντρικά σημεία είδε πως οι πιο νυκτωβιοι Λονδρέζοι είχαν ξεχυθεί ήδη στους δρόμους για να ξεδώσουν σε κάποιο από τα αμέτρητα κλαμπ .
Έφτασε σε μια από τις γέφυρες , εκεί που της άρεσε να κάθεται και να αγναντεύει τον Τάμεση όταν είχε κόψει η κυκλοφορία . Ελάχιστα αυτοκίνητα περνούσαν γύρω της Μα η ίδια δεν έδινε σημασία . Χρειαζόταν χαλάρωση και τα μαύρα νερά της προσέφεραν ότι ζητούσε . Χανόταν μέσα στο απέραντο βάθος του ποταμού ταξιδεύοντας στα χρόνια που ήταν ακόμα μικρό κορίτσι , τότε που ο πατέρας της δνε ήταν το αλκοολικό τέρας που είχε γίνει τώρα . Θυμόταν πως την έπαιρνε στην αγκαλιά του , την αποκαλούσε πριγκίπισσα του . Γέλασε σε αυτή τη σκέψη . Δεν ήταν πριγκίπισσα . Σε καμία περίπτωση . Ίσως όμως να έπαιρνε άνετα τον ρόλο της ασήμαντης υπηρέτριας σε κάποια θεατρική παράσταση . Εάν ήξερε να υποκρίνεται . Όχι δεν ήξερε καθόλου ,ηταβ απαίσια στο να πει και το παραμικρό ψεμμα . Πάντα θύμα στη ζωή ,έρμαιο των καταστάσεων σκέφτηκε με πικρία .
«Πάντα μόνη σε πετυχαίνω Βεατρίκη .» Αναγνώρισε αμέσως την βαθειά ελκυστική φωνή και το υπέροχο άρωμα που πλυμυρισε τα ρουθούνια της . Γύρισε για να κοιτάξει τον απρόσκλητο συνομιλητή της . Μέσα στην νύχτα φαινόταν ακόμα πιο όμορφος σκέφτηκε στο πίσω μέρος του μυαλού της , εκείνο που δεν μπορούσε να ελέγξει .
«Γιατί είσαι πάντα μόνη ;»
Η Αριάδνη Ανασηκωσε τους ώμους της βαριεστημένα . Δεν είχε καμία ιδιαίτερη απάντηση για να του δώσει , κι ας περίμενε εκείνος .
«Υποθέτω πως ...απο πάντα ήμουν μόνη . Ή έστω εδώ και αρκετό καιρό .»
Ο Αλεξ ήρθε και κάθισε δίπλα της , μην μπορώντας να τραβήξει το βλέμμα του μακρυά της . Εκείνα τα θλιμμένα μοβ μάτια τον είχαν μαγνητίσει από την πρώτη στιγμή που τα αντίκρυσε , και συνέχιζαν να τον έχουν φυλακισμένο τους .
Τόσο θλιμμένη , τόσο αθώα και γλυκιά σκέφτηκε .
«Δεν σου ακιζει να είσαι μόνη σου .» Της είπε σοβαρός .
«Δεν με πειράζει . Το έχω συνηθίσει . Είμαι καλύτερα μόνη μου .»
«Κανένας δεν είναι καλύτερα μόνος του .»
«Εάν δεν μιλάς με κανέναν τότε δεν πληγώνεσαι .»
«Και ο πατέρας σου ; Ο αδελφός σου ;»
«Πως ξέρεις εσυ γι αυτούς ;»
«Δεν έχει σημασία .. απάντησε μου σε αυτό που σε ρώτησα .»
«Ας πούμε ..πως ούτε εκείνοι έχουν σημασία .»
Άπλωσε το χέρι του απομακρύνοντας κάποιες τούφες που είχαν πέσει πάνω στο αγγελικό της πρόσωπο .
«Γιατί είσαι τόσο θλιμμένη Βεατρίκη ;» Σχεδόν ψιθύρισε τα λόγια του .
«Γιατί με αποκαλείς έτσι ;»
«Έχεις διαβάσει ποτε Δάντη ;»
Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά .
«Στο μυαλό μου είσαι η απεικόνιση της Βεατρίκης, της ανεκπλήρωτης αγάπης του .»
Η Αριάδνη τον κοίταξε ανασηκωνοντας το ένα της φρύδι .
«Δεν σε είχα για ρομαντικό .»
«Δεν είμαι .» Η κόφτη του απάντηση της έκοψε τα φτερά για επιπλέον συζήτηση .
Την παρακολούθησε ενώ εκείνη του ενευε με κατανόηση . Είχε καταλάβει πως ήταν ευαίσθητο θέμα και δεν ήθελε να το σκαλίσει . Άλλος ένας λόγος για να προσκολληθεί πάνω της συλλογιστηκε .
«Δνε θα έπρεπε να είσαι σπίτι σου ; Είναι αργά και είσαι μικρή .»
«Όχι και τόσο μικρή . Και δνε θέλω να γυρίσω σπίτι .»
«Όλοι θέλουν να γυρίσουν σπίτι τους κάποια στιγμή.»
«Εγώ εύχομαι να μην χρειαζόταν να γυρίσω ποτε .» Αυτή τη φορά εκείνη ήταν που μίλησε απότομα και σηκώθηκε νευρική από τηβ θέση της .
«Χάρηκα που τα είπαμε ομορφε άγνωστε . Καλύτερα να πήγαινω όμως .» Πριν προλάβει εκείνος να αντιδράσει εκείνη είχε απομακρυνθεί αρκετά από κοντά του .
«Τι μάγεια μου έχεις κάνει μικρή μάγισσα ;» Μουρμούρισε και έστρεψε την προσοχή του στον σιωπηλό Τάμεση ...

Συμβόλαιο θανάτου #TYS18Where stories live. Discover now