Κεφαλαιο LII

937 96 3
                                    

~Λίγες ώρες πριν
Ο ριτσαρντ σχεδόν έτρεχε για να βγει από την αίθουσα . Έπρεπε με κάθε τρόπο να απομακρύνει την Αριάδνη από εκείνον . Αυτήν και την κόρη του . Ναι ήταν δίκη του κόρη . Αυτός την είχε μεγαλώσει , ήταν εκεί στα πρώτα της βήματα , στην πρώτη της λέξη . Έπαιζε μαζί της και της έκανε όλα τα χατήρια . Δεν τον ενδιέφερε εάν ο αλεξ ήταν ο πραγματικός της πατέρας . Όλα αυτά τα χρόνια ήταν απών από την ζωή της . Μπορεί αυτό να είχε συμβεί εξαιτίας του όμως δεν έπαυε να είναι γεγονός .
Κοίταξε για λίγο την γυναίκα του . Συνέχιζε να είναι όμορφη ακόμη και τώρα . Δεν μπορούσε να εξηγησει για ποιον λόγο . Απλως παραδεχόταν πως έτος την έβλεπε εκεινος .Η ξαφνική λιποθυμία της τον είχε ταράξει . Εάν άρχιζε να θυμάται ; Τότε θα την έχανε για πάντα .
Όχι δεν μπορούσε να το σκεφτεί αυτό . Θα την κρατούσε μακρυά του με κάθε κόστος , ακόμη και εάν έπρεπε να της πάρει την ζωή . Όσο και εάν αυτή η σκέψη τον τρόμαζε .
Άνοιξε την πόρτα του αμαξιού του τοποθετώντας το αναίσθητο κορμί της μέσα στο άδειο κάθισμα . Ήταν χλωμή και κρυα .Έσκυψε από πάνω της αφήνοντας ένα απαλό φιλί στα μαλλιά της τα οποία χάιδεψε στοργικά , και έπειτα μπήκε και εκείνος στην θέση του . Προσπάθησε να βάλει μπροστά στην μηχανή . Η μίζα βρυχήθηκε μέσα στην ησυχία της νύχτα προβάλλοντας αντίσταση . Το αμάξι αρνούνταν να ξεκινήσει και να ολισθήσει στο δρόμο . Ο ριτσαρντ προσπάθησα ξανά , και ακόμη μια φορά . Όμως δεν συνέβη τίποτα . Έβρισε από μέσα του . Έπειτα προσπάθησε πάλι .

Ο αλεξ έμεινα να κοιτάζει την ανοιχτή πόρτα διχως να αντιδρασει. Τα βλέμματα των καλεσμένων είχαν πέσει πάνω του ενώ μικρά πηγαδάκια είχαν σχηματιστεί γύρω του . Όμως δεν άκουγε τι έλεγαν . Δεν μπορούσε να ακούσει . Δεν ήθελε να δώσει σημασία , δεν τον ενδιέφεραν τα ανόητα κουτσομπολιά τους . Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου . Λες και αυτόματα είχε μεταφερθεί σε ένα παράλληλο σύμπαν όπου όλα ήταν διαφορετικά . Μια διαφορετική πραγματικότητα από ο εκείνη στην οποία ζούσε τα τελευταία χρόνια .
Ήταν ζωντανή . Ακόμη δεν μπορούσε να το πιστέψει . Ακόμη και ένα την είχε αγγίξει με τα ίδια του τα χέρια , ακόμη και όταν το άρωμα της πλημυρισε τις αισθησεις του , αρνούνταν να αποδεχθεί την αλήθεια . Ο φόβος του τον σταματούσε . Ο φόβος να παραδεχθεί πως εκείνη τον είχε εγκαταλείψει . Πως από δίκη της επιλογή είχε μείνει μακρυά του κάνοντας τον να την νομίζει νεκρή .
Δεν ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο να είχε συμβεί . Δεν μπορούσε να το επιτρέψει στο μυαλό του να το σκεφτεί έτσι . Πεταρισε τα βλέφαρα του , με την ελπίδα πως θα ξυπνούσε από έναν ακόμη εφιάλτη , στο άδειο σκοτεινό του δωμάτιο . Όμως αυτό δεν συνέβη . Όταν τα μάτια του ξαναβρήκαν το φως το σκηνικό δίπλα του δεν είχε αλλάξει .
Βρισκόταν μέσα σε εκείνη την αίθουσα , διακοσμημένη με τόσα πολλά φώτα . Δεν είχε αλλάξει τίποτα . Διότι δεν βρισκόταν σε όνειρο ΜΑ στην σκληρή πραγματικότητα που τον χτυπούσε δίχως έλεος από κάθε πλευρά .
Εκείνη ήταν εδώ , ψυχή και σώματι , και ήταν μακρυά του . Γυναίκα του μεγαλύτερου του εχθρού . Προδοσία άρχιζε να τον χτυπά . Δον είχε αφήσει στο χάος του χαμού της δίχως να τον υπολογίζει . Είχε μείνει από δίκη της επιλογή μακρυά του τόσα χρόνια . Για ποιον λόγο ; Αναρωτιόταν καθώς κοιτούσε ακόμη την κλειστή πόρτα που τον χώριζε από την Βεατρίκη του . Κατέληξε στα χρήματα . Μόνο αυτό μπορούσε να της προσφέρει καλύτερα ο ριτσαρντ . Ποτέ του δεν είχε καταλάβει την δύναμη του χρήματος . Ποτέ μέχρι τώρα . Ο πλούτος του είχε στερήσει την δίκη του ευτυχία .
Τα χέρια του είχαν σφίξει σε δυο γροθιές . Οργή πλυμυριζε κάθε φλέβα του κορμιού του . Είχε θυμώσει μαζί της . Ήθελε άξαφνα να την πληγώσει με τον χειρότερο τρόπο.
Λεζ και ξύπνησε από κάποιο λήθαργο άρχισε να τρέχει προς τα έξω . Εύχονταν μόνο να τους είχε προλάβει πριν απομακρυνθούν . Όχι δεν θα την άφηνε να ξαναφύγει . Θα γινόταν δίκη του με την βία . Θα την πλήγωνε ΜΑ κάθε τρόπο για να λυτρωθεί ο ίδιος . Και μετά θα την σκότωνε πεθαίνοντας δίπλα της από την αγάπη του για εκείνη.
Προς μεγάλη του έκπληξη το αυτοκίνητο του ριτσαρντ ήταν ακόμη σταθευμενο με τον ίδιο να κοιτάζει το ανοιχτό καπό προσπαθώντας να εντοπίσει το πρόβλημα. Δίχως άλλη σκέψη πλησίασε το όχημα και ανοίγοντας με βία την πόρτα του συνοδηγού βρέθηκε αντιμέτωπος με την εικόνα της .
Το παρελθόν πέρασε από μπροστά του σαν μια σειρά από φωτογραφίες . Το χαμόγελο της και τα δάκρυα της , εκείνα τα μάτια της που τον τρελαιναν κάθε φορά , όλη της η εικόνα δεν άφηνε ίχνος θυμού μέσα του . Εκείνος άλλωστε την είχε καταστρέψει εξ αρχής . Την είχε διαλύσει . Τι μπορούσε να περιμένει ; Πως εκείνη θ τον συγχωρούσε και θα έμενε δίπλα του ;
Δάκρυα άρχισαν να μαζεύονται στα μάτια του μα κατάφερε να τα συγκρατήσει . Έριξε μια γρήγορη μάτια στον ριτσαρντ . Ήταν τόσο αφοσιωμένος στο κινητήρα του αμαξιού που δεν είχε καταλάβει την παρουσία του . Καλύτερα Σκέφτηκε . Με προσοχή έπιασε στα χείρα του το σώμα της Αριάδνης βγάζοντας την από το αμάξι , και σχεδόν τρέχοντας την πήγε στο δικό του .
Η μηχανή βρυχήθηκε ελαφρώς πριν οι ρόδες αρχίσουν να κυλούν πάνω στην άσφαλτο . Τα φώτα του οχήματος άναψαν καθώς εκείνο απομακρύνονταν από τον χώρο .
Ο ριτσαρντ σήκωσε το κεφάλι του . Τα μάτια του αμέσως έπεσαν στη θέση του συνοδηγού . Το κάθισμα ήταν άδειο . Οι κόρες του δια στάλθηκαν καθώς βρισιές ξέφυγαν από τα χείλη του .
Έβγαλε το κινητό από την τσέπη του και πληκτρολόγησε γρήγορα έναν αριθμό . Δεν πήρε πάνω από 5 δευτερα για να απαντηθεί η κλίση .
«Αφεντικό ;»
«Βρες τον αλεξ και γρήγορα . Εάν μέσα σε δυο ώρες δεν έχω την Αριάδνη στα χέρια μου ξέχασε την ζωή σου .»



Προσπέρασε τα αδιάκριτα βλέμματα των πελατών του ξενοδοχείου και ανέβασε την Αριάδνη στο δωμάτιο του . Ήταν σκοτεινό , αφού δεν ασχολήθηκε με το να ανάψει κάποιο φως . Την ακούμπησε απαλά πάνω στο κρεβάτι του και έμεινε να την κοιτάζει περιμένοντας ποτέ θα ξυπνήσει . Τα συναίσθημα οργής και αγάπης μάχονταν μέσα του και προσπαθούσε να τα ελέγξει .
Είχε πολλές φορές φανταστεί μέσα στη ζάλη της μέθης του να την έχει μπροστά του . Ότι θα της μιλούσε και θα την αγκάλιαζε τρυφερά , αφήνοντας ένα απαλό φιλί στα χείλη που λάτρευε . Εκείνη για του χαμογελούσε ντροπαλά πριν του ανταποδώσει .
Τώρα όμως δεν γνώριζε πως θα αντιδράσει και φοβόταν τον εαυτό του γι αυτό .


Τώρα , λίγο έξω από την Ρώμη , Ιταλία

Η μιρα είχε ξυπνήσει απότομα . Αναζητούσε για ώρα την μαμα της μην μπορώντας να δεχθεί την δικαιολογία της γκουβερνάντας της . Είχε καθίσει δίπλα από το παράθυρο του δωματίου της περιμένοντας το αμάξι να μπει μέσα στην μεγάλη αυλή . Τα μεγάλα της μαύρα μάτια κοιτούσαν με αγωνία το σκοτάδι .
Ξαφνικά ο δρόμος στο δάσος φωτιστικε και το μικρό κορίτσι αναπήδησε από την χαρά του . Σχεδόν πήδηξε τα φαρδιά σκαλοπάτια φίνα βρεθεί στο ευρύχωρο χολ.
Η βαριά πόρτα άνοιξε ωστόσο μόνο ο πατερας της μπήκε μέσα πριν ξανακλείσει .
«Μιρα ; Τι κανεις τέτοια ώρα εδώ κόρη μου ;» Την ρώτησε κάθως την σήκωσε στην αγκαλιά του .
«Ειχα κακό όνειρο μπαμπάκα . Θέλω η μαμα να μου διαβάσει παραμύθι .»
Ο ριτσαρντ την κοιτάξει δίχως να ξέρει τι να πει . Έμεινε σιωπηλός για λίγο .
«Που είναι η μαμα μπαμπά ;» Η μικρή τον ρώτησε ξανά .
«Θα ...συνάντησε έναν παλιό της φίλο . Είχε χρόνια να τον δει και θα μιλήσουν για λίγο .»
«Θα γυρίσει ;»
«Φυσικά ... φυσικά και θα το κάνει . Δεν θα φύγει .. ποτέ ξανά μακρυά μου .θες να σου πω εγώ παραμύθι .»
Το κορίτσι έτριψε τα ματάκια του και έγνεψα καταφατικά καθώς ανέβαιναν μαζί τις σκάλες ...

Συμβόλαιο θανάτου #TYS18Where stories live. Discover now