{15} ~Τα αδέρφια~

893 51 1
                                    


15

Χλόη

„Τι ηταν αυτο?“ ρωτησε η Ηβη την ωρα που μπαιναμε σε ενα μαγαζι.
„Μη ρωτας Ηβη δεν εχω ιδεα“
Ποια ηταν αυτη?
Ειναι η κοπελα του?
Την ειχε αγκαλια.
Τοσες ερωτησεις τριγυρνουσαν στο μυαλο μου.
Μα απαντηση καμια.
Μου μιλουσε η Ηβη αλλα δεν της πολυ εβαζα σημασια.
Γιατι με πειραξε τοσο?
Δεν ειναι και κατι καινουργιο το γεγονος οτι κυκλοφορει με κοπελα.
Τελος παντων.
Δεν θα χαλασω την διαθεση μου τωρα εξαιτιας του.

Αργοτερα.

Ντινγκ.

Ποιος ειναι τετοια ωρα?

'Κατεβα'

Ξανα διαβασα το μηνυμα και κοιταξα το ατομο που μου το ειχε στειλει.
Πλακα μου κανεις τωρα?
Απο την μια δεν εχω καθολου ορεξη να κατεβω τωρα κατω, αλλα απο την αλλη θελω να μαθω τι θελει.
Αλλαξα στα γρηγορα, φορεσα ζακετα, παπουτσια και κατεβηκα κατω.
Ηταν στηριγμενος στον τοιχο διπλα στην πορτα και καπνιζε.
Μολις βγηκα γυρισε να με κοιταξει.
„Δεν αργησες“ μου χαμογελασε στραβα.
Στριφογυρισα τα ματια μου.
„Τι σου εχω πει Χλοη?“ αγριεψε η φωνη του.
Εριξε το τσιγαρο στο πατωμα και ηρθε σταθηκε μπροστα μου.
„Τι θελεις τετοια ωρα Νικο? Κοιμομουν!“,
„Ηθελα να μιλησουμε“ σηκωσε τους ωμους του και αρχισε να περπαταει.
Περπατουσα απο πισω του.
„Δεν μπορουσε να περιμενει ως αυριο?“ ειπα ενω χασμουρηθηκα.
Νυσταζω και αυτος ενας θεος ξερει που στο καλο με παει τωρα.
„Οχι δεν μπορουσε! Περπατα πιο γρηγορα!“ διεταξε.
„Δεν μπορω, με ξυπνησαν ξερεις“ γρυλισε αγρια, σταματησε αποτομα,  γυρισε σε εμενα, με πηρε σαν σακο και συνεχισε να περπαταει πιο γρηγορα.
Τι στο καλο?
„Θα μου πεις που σκατα με πας?“ ρωτησα εκνευρισμενη.
„Μη μιλας!“
Ξεφυσηξα δεν μιλησα αλλο, δεν εχω καμια ορεξη.
Οχι τωρα τουλαχιστον.
Αυριο θα δει αυτος.
Οσο κρεμιομουν στον ωμο του καθομουν και παρατηρουσα τον κωλο του.
Εχει ωραιο κωλο.
Να ειναι σφιχτος αραγε?
Το σωμα του παντως ειναι.
Αχ τι μου θυμησα τωρα.
Αν τον χουφτωσω θα με παραξεγησει?
Μπα ασε καλυτερα.
Μετα απο κατι λεπτα με αφησε κατω.
Κοιταξα γυρω μου.
„Που ειμαστε?“,
„Μη ρωτας πολλα και απλα ανεβα“ τον κοιταξα καπως.
Μου εδειξε μια σκαλα που ειχε διπλα μας.
Γουρλωσα τα ματια μου και ξανα κοιταξα αυτον.
„Κοιτα αν θελεις να με βιασεις και σκοτωσεις μετα πες το μου απο τωρα να ειμαι προετοιμασμενη εστω.“ γελασε και με εσπρωξε στην σκαλα.
„Τελειωνε“ ξεφυσηξα και ανεβηκα πανω.
Ουαου.
Τι γαματη θεα.
Ημασταν σε μια ταρατσα με θεα την πολη.
Με επιασε απο το χερι και πηγαμε καθισαμε σε ενα τοιχακι.

Δεν μιλουσε κανεις μας

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.

Δεν μιλουσε κανεις μας.
Απλα απολαμβαναμε την θεα.
Γιατι με εφερε εδω?
Τον κοιταξα.
Πρεπει να μαθω.
Με κοιταξε και αυτος.
Τα βλεμματα μας συναντηθηκαν.
Μα πριν προλαβω να μιλησω με πιανει απο τον σβερκο.
Με τραβαει.
Και με φιλαει.

~Τα αδέρφια ~Where stories live. Discover now