¡Ay! Esta imagen no sigue nuestras pautas de contenido. Para continuar la publicación, intente quitarla o subir otra.
Τα αποφασιστικά του μάτια κοίταζαν ένα απέραντο κενό καθώς καθόταν επάνω σε μια ξύλινη κουνιστη καρέκλα μπροστά από ένα σπασμένο τζαμί,η βροχή δεν έλεγε να κοπάσει όσο και αν το ήθελε,όλα φαίνονταν τόσο μουντα με έναν καιρό που δεν σε βοηθούσε ιδιαίτερα να κάνεις αισιόδοξες σκέψεις,το μόνο που έκανε ήταν να κρατάει ανοιχτό το παράθυρο χωρίς να τον ενδιαφέρει η παγωνια και η βροχή που προσγειωνοταν επάνω του...
Μια κόκκινη καρο κουβέρτα στόλιζε τα πόδια του που τον έκαναν να υποφέρει απ'τους πόνους ώρες ώρες..οι αναμνήσεις δεν έλεγαν να τον αφήσουν ήσυχο,όποια κίνηση και αν έκανε κάτι έμενε να το θυμίζει...
<<πως ονομαζεσαι νεαρε;>> ρώτησε ο περίεργος γιατρός με τα παλιομοδίτικα στρογγυλάγυαλιάτου,τα οποίαστόλιζαν τα ξεθωριασμένα μπλε μάτια του...και μια τόσοπαράξενη πόδια σε κρεμ χρώμα..
<<με λένε μπραιαν μόνο αυτό γνωρίζω,δενείχαποτέ οικογένεια ,παντοτε Ρωτούσαγιατί Θεε μου; γιατί να ζω εγώ στον δρόμο; γιατί δεν με ηθελεκανένας για παιδίΤου ; όμωςτελικά δεν είναιπάντοτεσωστές οι σκέψεις μας ,με πειρατε και δε νιώθωαγάπηούτεστοργή,θέλετενα με κάνετεκάποιονάλλο και όσο και να μη το παραδέχεσαιξέρωπωςετοιμάζεσαι να μου κάνεις κακο >>