Οι δέκα

42 2 5
                                    

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020
Κλούζ Ναπόκα, Ρουμανία
Ώρα 14:13

Η πόρτα άνοιξε και μέσα στο σπίτι μπήκε ο Ντανιέλ. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο χώρο. Η Μιρέλα, η αδερφή του, καθόταν στον καναπέ του σαλονιού και παρακολουθούσε με προσήλωση στην οθόνη του κινητού της. "Λογικά θα βλέπει κανένα βίντεο για μανικιούρ" σκέφτηκε, κρίνοντας από το ενδιαφέρον που φαινόταν ολοκάθαρα στο πρόσωπο της.
"Γεια" τον χαιρέτησε αδιάφορα και βαριεστημένα, μην παίρνοντας τα μάτια της από το κινητό.
"Γεια. Τι λέει;" την ρώτησε εκείνος και κάθισε σε μια από τις δύο πολυθρόνες του σαλονιού.
"Τα ίδια" απάντησε, πατώντας παύση στο βίντεο που παρακολουθούσε. "Μου είπε η μαμά ότι ήσουν με τον Βίκτορ" ξεκίνησε την κουβέντα, αποκτώντας ένα ξαφνικό ενδιαφέρον για την παρουσία του αδερφού της στο χώρο. Είχε ξυπνήσει αργά εκείνο το πρωί και δεν πρόλαβε να τον δει, παρότι εκείνος έφυγε στις έντεκα από το σπίτι.
"Ναι, ήμασταν για καφέ. Μου είπε για την δουλειά στο Μπραν, στο βενζινάδικο του θείου του".
"Για πες..." τον παρότρυνε να συνεχίσει την κουβέντα.
"Μου είπε ότι υπάρχουν θέσεις και για τους δύο μας. Εσύ στο ταμείο του μίνι μάρκετ κι εγώ στα καύσιμα. Πώς σού πακούγεται;"
"Εξαιρετικά!" αποκρίθηκε ενθουσιασμένη.
"Άρα τις δεχόμαστε;"
"Εννοείται. Είναι μεγάλη ευκαιρία να βγάλουμε κάποια χρήματα για εμάς. Κι εξάλλου, ο μπαμπάς είπε ότι καλό θα ήταν να αρχίσω σιγά σιγά να βγαίνω στην αγορά, γιατί θα μού δώσει εμπειρία για αργότερα, όταν αρχίσω να δουλεύω".
"Ωραία λοιπόν, μένει μόνο να το συζητήσουμε με τη μαμά και τον μπαμπά" είπε ο Ντανιέλ. Σχεδόν αμέσως μπήκε στο δωμάτιο η Νάντια, η μητέρα τους. Είχε βγει έξω για να σκουπίσει την βεράντα.
"Αγάπη μου, πότε ήρθες; Ούτε που το πήρα είδηση!" σχολίασε η Νάντια έκπληκτη από την αφαίρεση της, κοιτώντας τον γιό της.
"Πριν λίγο. Ο μπαμπάς που είναι;" την ρώτησε εκείνος.
"Θα φτάσει σε λίγο που τελειώνει η βάρδιά του. Από τις πέντε το πρωί είναι στο πόδι. Άντε, πάμε να στρώσουμε το τραπέζι, να σερβίρουμε το φαγητό να κρυώνει και να τον περιμένουμε να γυρίσει, γιατί θα είναι κουρασμένος και θα πεινάει, ο καψερός".
Και αμέσως βρέθηκαν και οι τρεις τους στην κουζίνα. Η Νάντια έστρωσε ένα καρό τραπεζομάντιλο, πορτοκαλί με άσπρο. Η Μιρέλα έβγαλε μια μπουκάλα με δροσερό νερό από το ψυγείο και την άφησε πάνω στο τραπέζι. Ύστερα, έβγαλε από το ντουλάπι τέσσερα ποτήρια και τα ακούμπησε κι αυτά, με το χείλος προς τα κάτω. Ο αδερφός της γέμιζε τα πιάτα με φαγητό και ένα ένα τα έβαζε στην θέση που αντιστοιχούσε στον καθένα τους.
Έπειτα, η μάνα τους τοποθέτησε τα πιρούνια δίπλα στα γεμάτα πιάτα. Όλη η κουζίνα μοσχοβόλησε σαρμάλε, έτσι λένε τους λαχανοντολμάδες στην Ρουμανία.
Κάποια στιγμή χτύπησε το κουδούνι. Η Νάντια έσπευσε στην πόρτα για να ανοίξει. Μόλις το έκανε, στο χολ μπήκε ο άντρας της, ο Φλορίν. Έδειχνε κατάκοπος και μάλλον όντως ήταν.
"Γεια μπαμπά" τον χαιρέτησε η Μιρέλα όταν τον είδε.
"Γεια σου κορίτσι μου" της ανταπέδωσε εκείνος.
"Τι γίνεται πατέρα;" ήταν σειρά του Βίκτορ να του μιλήσει.
"Τα ίδια παλικάρι μου" απάντησε και έλαβε θέση στο τραπέζι, αρχίζοντας να τρώει με πολλή όρεξη.
Το παράδειγμά του μιμήθηκαν και οι υπόλοιποι. Τα δύο αδέρφια κάποια στιγμή κοιτάχτηκαν με νόημα, ενώ ο Βίκτορ πήρε πρώτος τον λόγο.
"Σήμερα, που λέτε, ήμουν με τον Βίκτορ για καφέ και μού έκανε μια πρόταση".
"Δηλαδή;" ρώτησε η Νάντια.
"Μου είπε ότι υπάρχουν θέσεις στο βενζινάδικο του θείου του στο Μπραν για τον άλλο μήνα και σκεφτόμασταν με την Μιρέλα μήπως τις δεχόμασταν"
"Τι θέσεις είναι;" ρώτησε ο Φλορίν τώρα.
"Ταμείο και καύσιμα".
"Μια για τον καθένα δηλαδή" σχολίασε ο Φλορίν "Λοιπόν παιδιά μου, να τις πάρετε. Είναι μια καλή ευκαιρία. Με την ευχή μου!"
"Μπράβο καμάρια μου!" επαίνεσε και η Νάντια. "Χαίρομαι για σας!"
Και σε αυτό το κλίμα ευθυμίας συνέχισαν το γεύμα τους.

Το αίνιγμα του βρικόλακαWhere stories live. Discover now