Κεφάλαιο 1

93 10 10
                                    

 Ένα χαστούκι είναι πάντα οδυνηρό ειδικά όταν το δέχεσαι από ένα άτομο που υποτίθεται ότι σε αγαπάει και φροντίζει για το καλό σου. Η σκέψη πέρασε από το μυαλό της Βερονίκης Στάμου μαζί με την αίσθηση του καυτού πόνου στο μάγουλό της ενώ το λεπτοκαμωμένο σώμα της τιναζόταν πίσω και έπεφτε στο μεγάλο καναπέ του σαλονιού. Ο πατέρας της πλησίασε και εκείνη κουλουριάστηκε σε εμβρυακή στάση θέλοντας να προστατέψει τα πλευρά της ξέροντας εκ πείρας πως θα ακολουθήσουν κλωτσιές. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της και προσπαθούσε να συγκρατήσει τους λυγμούς της γιατί ήξερε πως θα τον εξαγρίωνε περισσότερο.

Ήρθε από πάνω της και στάθηκε λαχανιασμένος, λίγο η θερμοκρασία που τέλη Μαΐου είχε ήδη περάσει τους τριάντα βαθμούς Κελσίου και πυρπολούσε αλύπητα την Αθήνα, λίγο τα πούρα που μανιωδώς κάπνιζε ο Μανώλης Στάμος, του είχαν κόψει την αναπνοή. Στάθηκε εκεί βαριανασαίνοντας, απολαμβάνοντας την αγωνία της πότε θα έρθει το επόμενο χτύπημα. Τελικά την άφησε και έφυγε.

Για αρκετή ώρα έμεινε στον καναπέ κουλουριασμένη μέχρι που άκουσε τα συρτά κουρασμένα βήματα της μητέρας της. Η Άννα Δράζη Στάμου ήταν μια κάποτε όμορφη γυναίκα που η ζωή είχε τσακίσει αλύπητα τοποθετώντας στους ώμους της βάρη που θα λύγιζαν και δυνατότερους χαρακτήρες από' κείνη. Γονάτισε δίπλα στην κόρη της και χάιδεψε τα μεταξένια της μαλλιά.

-Έλα καρδούλα μου, μην κλαις, είπε παρακλητικά. Έφυγε.

Η Βερονίκη - όλοι την φώναζαν Βερόνικα - κοίταξε τη μητέρα της με τα μαύρα μάτια της ακόμα γεμάτα δάκρυα.

-Δεν αντέχω μαμά, δεν αντέχω.

-Έλα καλή μου, είπε η μητέρα της, σήκω. Έδωσε την άδεια να πας στο πάρτι της Μαρκέλλας.

Αυτή η είδηση βοήθησε κάπως τη Βερόνικα να ανακτήσει την ψυχραιμία της. Ανακάθισε στον καναπέ και κοίταξε το κουρασμένο πρόσωπο της μητέρας της. Ήξερε πως ο πατέρας της χτυπούσε τη μητέρα της συχνότερα απ' ό,τι την ίδια. Τη χτυπούσε πολύ χειρότερα απ' ό,τι την ίδια και ειδικά όταν προσπαθούσε να μπει ανάμεσά τους για να την προστατέψει.

-Θα πάει στη λέσχη απόψε άρα μπορείς να μείνεις στη φίλη σου.

-Μαμά, δεν θέλω να σ' αφήνω, είπε η Βερόνικα.

-Θα είμαι εντάξει, είπε εκείνη. Μια μέρα εξ' άλλου θα φύγεις από' δω και θα πετάξεις ελεύθερη μακριά.

-Δεν θα φύγω ποτέ χωρίς εσένα, είπε η Βερόνικα.

-Πήγαινε να ετοιμαστείς, είπε η μητέρα της.

ΔάκρυαWhere stories live. Discover now