Κεφάλαιο 3

42 7 8
                                    

"Όταν η τιμή ενός αγαθού αυξάνεται οι ζητούμενες ποσότητες μειώνονται και όταν η τιμή μειώνεται οι ζητούμενες ποσότητες αυξάνονται. Η αντίστροφη αυτή σχέση ανάμεσα στις μεταβολές της τιμής και τις μεταβολές στις ζητούμενες ποσότητες είναι ο νόμος της ζήτησης."

Η Βερόνικα άφησε το στυλό στο θρανίο και κοίταξε την κόλλα της. Εντάξει πρέπει να ήταν. Αλλά και αν δεν ήταν δεν μπορούσε να συνεχίσει, δεν είχε άλλες δυνάμεις. Της έλειπε ύπνος και ένιωθε καταβεβλημένη.

Οι νύχτες της είχαν μεταβληθεί σε κόλαση. Τα παυσίπονα της μητέρας της έκαναν τη δουλειά τους στην αρχή αλλά μετά από μερικές νύχτες που είχε καταφέρει να κοιμηθεί με τη βοήθειά τους άρχισαν να μην είναι το ίδιο δραστικά. Δεν μπορούσε να κάνει κατάχρηση γιατί αργά ή γρήγορα η μητέρα της θα καταλάβαινε ότι τελειώνουν πιο γρήγορα από ότι θα' πρέπει. Έτσι δεν κοιμόταν καλά, δυσκολευόταν να αποκοιμηθεί, ξυπνούσε στις πιο απρόσμενες ώρες και έδινε αγώνα για να ξανακοιμηθεί.

Το αποτέλεσμα ήταν να νιώθει διαρκώς κουρασμένη. Ευτυχώς αυτό ήταν το τελευταίο της μάθημα για το σχολείο. Θα ακολουθούσαν οι πανελλήνιες αλλά δεν την ένοιαζε, τίποτα δεν την ένοιαζε αυτές τις μέρες, ένιωθε την κάθε μέρα σαν επανάληψη της ίδιας μαρτυρικής μέρας και δεν μπορούσε να το αντέξει.

Στο σπίτι τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, ο πατέρας της αντιμετώπιζε δυσκολίες σε κάποια από τις δουλειές του και ξεσπούσε στη μητέρα της. Το προηγούμενο βράδυ της είχε δώσει ένα χαστούκι που την είχε σωριάσει στο πάτωμα και δεν περίμενε να σηκωθεί. Άρχισε να την κλωτσάει. Εκείνη άκουγε τις κραυγές της μητέρας της χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι. Κουλουριασμένη στο κρεβάτι της έκλαιγε έχοντας μπήξει τα νυχιά της τόσο βαθιά στις παλάμες της που έτρεχε αίμα.

Σηκώθηκε και παρέδωσε το γραπτό της. Χωρίς να μιλήσει σε κανέναν βγήκε έξω, το εκτυφλωτικό, μετά το σκιερό χολ της εξόδου, φως την έκανε να μισοκλείσει τα μάτια. Προχώρησε προς την καγκελόπορτα και έπεσε πάνω σε κάποιον που δεν έχασε την ευκαιρία να της βάλει χέρι. Καθώς τα μάτια της συνήθιζαν στο φως είδε πως ήταν ο Γιώργος, τον έσπρωξε και βγήκε από την πόρτα. Εκείνος την κοίταξε με ένα υπολογιστικό βλέμμα καθώς απομακρυνόταν όσο γρήγορα της επέτρεπε η κούραση που ένιωθε.

Άφησε με ανακούφιση το έντονο φως και τη ζέστη και μπήκε στο σπίτι της. Επικρατούσε ησυχία και γρήγορα διαπίστωσε πως ήταν μόνη της. Γδύθηκε και γλίστρησε ανάμεσα στα δροσερά σεντόνια με την ελπίδα να κοιμηθεί. Η κούραση τη βοήθησε και κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως. Βυθίσθηκε στη γλυκεία ανυπαρξία του ύπνου.

ΔάκρυαWhere stories live. Discover now