Κεφάλαιο 6

38 7 1
                                    

Ο Μιχάλης πήγε τη Βερόνικα στο κέντρο της Γλυφάδας για βόλτα και η πρώτη στάση τους ήταν σε μαγαζιά με ρούχα για να πάρει η κοπέλα ρούχα μιας και είχε το φορεματάκι μόνο που φορούσε τη νύχτα της γνωριμίας τους. Ο Μιχάλης δεν την άφησε να ξοδέψει τα χρήματα που της είχε δώσει, πλήρωνε εκείνος τις αγορές της και μετά από μια βόλτα στους πολυσύχναστους δρόμους και τις βιτρίνες των καταστημάτων της έκανε το τραπέζι σε ένα εστιατόριο.

Επέστρεψαν στο σπίτι και μόλις μπήκαν μέσα η Βερόνικα στράφηκε προς το Μιχάλη και αφήνοντας τις τσάντες με τα πράγματα που είχε αγοράσει στο πάτωμα ρίχτηκε στην αγκαλιά του. Τον φίλησε και μετά ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του

-Ευχαριστώ για όλα, είπε.

Ο Μιχάλης δεν απάντησε αλλά χάιδεψε τα μαλλιά της απαλά. Η Βερόνικα έκλεισε τα μάτια της. Δεν ήταν μόνο πως την είχε βοηθήσει, ήταν και ο τρόπος που το έκανε, ήρεμα, χωρίς επίδειξη, με κατανόηση. Η γαλήνη του την ηρεμούσε και' κείνη και ευχήθηκε να μην την έδιωχνε από το πλευρό του, να την άφηνε να μείνει μαζί του, την πρώτη φορά που ένιωθε ότι κάποιος ενδιαφερόταν για εκείνη.

Το βράδυ βγήκαν πάλι για μια βόλτα και περπάτησαν ως ένα κοντινό μικρό εστιατόριο για το δείπνο. Η Βερόνικα κρατώντας το χέρι του Μιχάλη ένιωθε σαν να είχε ξαναγεννηθεί, σαν να μπορούσε να αρχίσει τη ζωή της ξανά.

Όταν επέστρεψαν στο σπίτι η Βερόνικα ξάπλωσε για να κοιμηθεί ενώ ο Μιχάλης έμεινε να διαβάζει, μέσα στον ύπνο της τον άκουσε να μιλάει στο τηλέφωνο και να λέει το όνομά της δυο φορές. Ήταν όμως πολύ νυσταγμένη για να καταλάβει τι έλεγε, κατάλαβε μόνο πως η ήσυχη φωνή του είχε μια τραχύτητα που δεν είχε ξανακούσει σ' αυτή.

Όταν ωστόσο ξάπλωσε δίπλα της και' κείνη αναζήτησε καταφύγιο στην αγκαλιά του την κράτησε κοντά του χαϊδεύοντας τα μαλλιά της και ψιθυρίζοντάς της καθησυχαστικά.


Ξύπνησε από ένα δυνατό πόνο στο στομάχι. Ένιωθε σαν να είχε αρπάξει ένα τεράστιο χέρι τα σωθικά της και τα συνέθλιβε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε στο μπάνιο, γονάτισε δίπλα στη μπανιέρα και έκανε εμετό. Το τεράστιο χέρι στα σωθικά της έμοιαζε να τα στρίβει για να τα ξεριζώσει και ο πόνος την έκανε να ουρλιάξει.

Ο Μιχάλης βρέθηκε σχεδόν αμέσως δίπλα της. Γονάτισε και την στήριξε καθώς οι σπασμοί ενός δεύτερου εμετού την συγκλόνιζαν. Παραμέρισε τα μαλλιά από το μέτωπό της και σκούπισε τον ιδρώτα που έτρεχε ποτάμι.

ΔάκρυαWhere stories live. Discover now