Τί κρίμα...

1.7K 192 37
                                    

Η Αννα μιλούσε στο τηλέφωνο στον Γκρεγκ, το πρώτο οικείο πρόσωπο που είχε συναντήσει σε τούτο εδώ το κτίριο και επιστήθιο φίλο του Πήτερ, όπως τουλάχιστον έλεγε εκείνος και το χαμόγελό της δεν μπορούσε να κρυφτεί από τον πηγαίο ενθουσιασμό του και την χειμαρρώδη ομιλία του, καθώς της περιέγραφε τις ομορφιές, του Τόκυο και των ανθρώπων του, που τον είχαν ήδη μαγέψει.

Και εκείνη άκουγε εντελώς απορροφημένη τις γλαφυρές περιγραφές του, τα εμπόδια που είχε ο ίδιος αντιμετωπίσει μέχρι να στήσει το γραφείο της εταιρείας εκεί, την προσαρμογή του μα και την αγάπη του πια για τους ντόπιους που όλοι τους ήταν χαμογελαστοί, σεμνοί και εγκάρδιοι. Σαν και εκείνον ένα πράμα... του είπε μάλιστα αφηρημένη καθώς σκεφτόταν τις γκριμάτσες και τις κινήσεις που εκείνος θα έκανε όση ώρα μιλούσε μαζί της.

Αχ της θύμιζε τόσο τους ανθρώπους πίσω στην Ελλάδα ο Γκρεγκ! Φασαριόζοι, έξω καρδιά και έτοιμοι να τα δώσουν όλα αν τους το ζητούσες! Και εκείνη παρέμενε στο ακουστικό μ'ένα ονειροπόλο βλέμμα, με τα μάτια της καρφωμένα στον ουρανό απέναντί της που ξεπρόβαλλε ηλιόλουστος ανάμεσα στους ουρανοξύστες, με το μυαλό της σε όλα αυτά που της εξηγούσε εκείνος, θέλοντας να ταξιδέψει όσο τίποτα, μέχρι εκεί.

"Αν όλοι τους είναι σαν και εσένα....τότε είναι τυχεροί που σε έχουν εκεί Γκρεγκ! Πραγματικά! Δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερο άνθρωπο για να αντιπροσωπεύσει αυτήν την εταιρεία σε μια τέτοια χώρα.. .Είσαι μοναδικός και το ξέρεις...." παρατήρησε ειλικρινέστατα, άνετη όσο ποτέ, καθώς ήξερε πως κανείς άλλος δεν ερχόταν τόσο νωρίς στο γραφείο. Εβαλε μάλιστα τα πόδια της πάνω στο γραφείο σταυρωτά, σε μια προσπάθεια να ξανανιώσει λίγο Αννα, έγειρε την πλάτη της αναπαυτικά πίσω στην μεγάλη δερμάτινη καρέκλα και άνοιξε τα πάνω κουμπιά του πουκαμίσου της που ως το λαιμό κουμπωμένα, σήμερα την έπνιγαν αφόρητα. Οσο για τα γυαλιά της, μετά από ένα μικρό δισταγμό τα πέταξε και αυτά πάνω στο γραφείο και "ελεύθερη" πια -όσο γινόταν- απόλαυσε λίγη πραγματική ηρεμία, ολομόναχη, πριν αρχίσουν να έρχονται οι ορδές των υπαλλήλων και να παρελαύνουν μπροστά από το γραφείο της.

Και είχε τόση ανάγκη να γελάσει αλήθεια, που απλά αφέθηκε στα αστεία του Γκρεγκ, γελώντας δυνατά, τρανταχτά, χωρίς να νοιάζεται στο ελάχιστο μην και την άκουγε κανείς αφού ήταν μονάχα 7.30 το πρωί! Συνηθισμένη όπως ήταν να ξυπνά από νωρίς για ν'απολαύσει την ανατολή του ήλιου απ'το διαμέρισμά της, με τον αγαπημένο της καφέ στο χέρι, ήταν μια συνήθεια που ούτε εδώ είχε διακόψει, τόσες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, υποδυόμενη μια άλλη...

ΧΩΡΙΣ ΕΝΑ ΑΝΤΙΟ...(YOU NEVER SAID GOODBYE)Where stories live. Discover now