Κεφάλαιο 2ο: Όλα μια συνήθεια

44 10 1
                                    

Ένας οξύ πονοκέφαλος με έκανε τελικά να ανοίξω τα μάτια μου. Παρόλο που άκουγα απέξω την μάνα μου να φωνάζει πως είναι έτοιμο το φαγητό το σώμα μου δεν με άφηνε να σηκωθώ όπως ούτε και τα μάτια μου ήθελαν να τα ανοίξω περαιτέρω από όσο τα είχα ανοίξει, στυλ κινεζάκι.

«Λυδία με ακούς;» ακούω την μάνα μου να φωνάζει λάθος άτομο και τότε αποφασίζω να σηκωθώ. Ανοίγω την πόρτα και τότε η μάνα μου μπαίνει μέσα φουριόζα και αρχίζει να μαζεύει τα πράγματα.

«μαμά άστα» την σταματάω και εκείνη με κοιτάει σοκαρισμένη.

«κοπέλα μου βάλε τίποτα πάνω σου με το στήθος έξω!» μου φωνάζει και εγώ κάνω μια γκριμάτσα απορίας. Αφού είδε πως δεν απαντούσα αναστέναξε και συνέχισε να μαζεύει κάποια πράγματα που είδε παρατημένα στο πάτωμα και τα σήκωσε. Όσο όμως εκείνη κοιτούσε να μαζέψει κι άλλα πράγματα από κάτω εγώ ήμουν σε κατάσταση σοκ, πως είχα εγώ στήθος; Έπιασα σιγά σιγά το στήθος μου που από ένα τίποτα που είχα, πλέον μπορούσα να πιάσω ολόκληρο στήθος για εμένα, μέση λεπτή και μάκρη μαλλί πιασμένο χάλια πίσω.

«κορίτσι μου πας καλά; και ξύπνα και της άλλες που κοιμούνται του καλού καιρού για να φάτε κάτι» με ξανά φέρει πίσω στην πραγματικότητα κι εγώ συμφωνώ παρόλο που ήμουν σε κατάσταση σοκ.

«παιδιά... δηλαδή κορίτσια ξυπνήστε» αποφασίζω να σκουντιξω μια που είχε τα χαρακτηριστικά του Ορφέα αλλά εκείνη μουγκριζει ενώ χώνει το κεφάλι της μέσα στο πάπλωμα σαν τους στρουθοκαμηλους.

«ξύπνα ρεεε» φωναζω δυνατά ενώ αρχίζω να την ταρακουναω.

«ε ε ε μας ξύπνησες όλους» φωνάζει μια από πίσω μου ενώ τρίβει τα μάτια της.

«ποια είσαι;» την ρωτάω με όλο απορία ενώ νιώθω την κοπέλα που πριν λίγο προσπαθούσα να ξυπνήσω να είναι καθιστή.

«ναι ποιες είστε;» ρωτάει κι εκείνη ενώ εγώ είμαι με μια γκριμάτσα απορίας.

«εσύ ποιες είστε για την ακρίβεια;» της ρωτάω ενώ της δείχνω όλες με τα δύο μου χέρια σαν τα πενταχρονα.

«Λυδία το πρωινό είναι έτοιμο άμα αυτό που κάνετε είναι ένα είδος πλάκας για να ξεχάσω τα χθεσινά σας ρεζιλικια, δεν πετυχαίνει» ακούω την μάνα μου να μας λέει ενώ κλείνει την πόρτα από πίσω της.  Παρόλο που ήθελα να περάσει απαρατήρητο ο σχολιασμός της μάνας μου το μυαλό μου είχε άλλα σχέδια οπότε την ακολούθησα με το μπουστάκι γυμναστικής έξω από το γκαράζ.

«Που πας μωρή έτσι έξω;» ακούω να φωνάζει αλλά δεν δίνω μιας που δεν ξέρω πρώτων ποια μου φώναξε και δεύτερων ότι θέλω θα κάνω στην τελική περίπτωση.

«Μαμά τι κάναμε χθές;» φωνάζω στην μάνα μου ενώ την ακολουθώ σαν ουρά από πίσω της. Χωρίς να με προιδοποιήσει σταματάει κι εγώ στο τελευταίο δευτερόλεπτο σταματάω κι εγώ πρωτού την πατήσω και βγάλει το τέρας από μέσα της.

«Μην με δουλεύεις Λυδία θυμάσαι πολύ καλά τι έκανες και έκανες εμένα και τον πατέρα σου να γυρίσουμε άρων άρων πίσω.» μου απαντάει κι εγώ αναφωνώ σαν χαζό.

«Αντε ελάτε να φάτε, και βάλαμε κοπέλα μου τίποτα πάνω σου θα σε δει κανένας γείτονας έτσι και δεν ξέρω εγώ τι!» σχολιάζει ενώ γυρνά το κεφάλι της 360ο μοίρες για άμα βλέπει κανένας γείτονας το θέαμα μου.

«Χαχα να σκαδαλιστεί; δεν νομίζω» λέω ενώ αφήνω ένα απαλό χαχανιτό και η μάνα μου με κοιτά απειλητικά. Ένα τηγάνι να είχε και θα μου είχε αστράψει κανένα χαστούκι.
Χωρίς να της δώσει περιθώριο για ερωτήσεις και κήρυγμα κυρίως το κήρυγμα έφυγα βιαστικά πάλι πίσω στο γκαράζ για να γνωρίσω τις άλλες κοπέλες που σίγουρα είναι οι φίλοι μου απλός με στήθος.

Η πόρτα άνοιξε με όλη την δύναμη κι ένα χέρι με έσπρωξε προς τον μέσα χώρο του γκαράζ, αυτό το χέρι είχε όση δύναμη είχε με τον Αριστείδη.

«Αριστείδη;» λέω το πρώτο όνομα που μου έρχεται στο μυαλό κι εκείνη κουνά το κεφάλι της καταφατικά.

«Εσύ;» ρωτάω την κοπέλα που στέκεται δίπλα από τον Αριστείδη και εκείνη με κοιτά απειλητικά.

«Άσε το βρήκα, Τηλέμαχος και εκείνη ο Ορφέας ο μόνος που κατάλαβα» σχολιάζω ενώ την κοιτώ από πάνω μέχρι κάτω.

Έπειτα από πολύ διάλογο, μονόλογο και λογομαχίες η πόρτα που έχει το γκαράζ στο πλάι άνοιξε και εμφανίστηκε η Δέσποινα με την Κασσιανή που για πρώτη φορά χαιρόμουν που έβλεπα την Κασσιανή.

«Κορίτσια βοηθήστε μας και ποια είναι τα ρημαδιό ονόματα μας και που στο καλό ζούμε είναι κανένα όνειρο;» αρχίζει φουρίοζος και με απειλητικό τόνο ο Αριστείδης ενώ έχει πίασει με τα δύο του χέρια την Δέσποινα και την ταρακουνάει σαν να είναι καμία παιδική κούκλα.

«Καλημέρα και σε εσάς κορίτσια» σχολιάζει η Κασσιανή ενώ η Δέσποινα με τρομαγμένο ύφος ελευθερώνεται από τα λεπτοκαμομένα αλλά και γυμνασμενα χέρια του Αριστείδη.
Χαλαρά τα κορίτσια αράζουν στον καναπέ και πιάνουν το κινητό τους από την τσέπη και αρχίζουν να παρακολουθούν τι γίνεται στα κοινωνικά δίκτυα.

«Κορίτσια όντως χρειαζόμαστε την βοήθεια σας, νομίζω πως έκανα μαλακία»

«Τι εννοείς;»

•••

Είμαι ποολύ κακιά το γνωρίζω, είχα να ανεβάσω ένα μήνα ελπίζω να με συγχωρήσετε μετά από αυτό το κεφάλαιο.

Vote&Coment ✨

Κάνε μια ευχή//Make A WishWhere stories live. Discover now