{35}

304 25 10
                                    

Σοῦ εἶπα:
– Λύγισα.
Καὶ εἶπες:
– Μὴ θλίβεσαι.
Ἀπογοητεύσου ἥσυχα.
Ἤρεμα δέξου νὰ κοιτᾷς
σταματημένο τὸ ρολόι.
Λογικὰ ἀπελπίσου
πῶς δὲν εἶναι ξεκούρδιστο,
ὅτι ἔτσι δουλεύει ὁ δικός σου χρόνος.
Κι ἂν αἴφνης τύχει
νὰ σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης,
μὴ ριψοκινδυνέψεις νὰ χαρεῖς.
Ἡ κίνηση αὐτὴ δὲν θά ῾ναι χρόνος.
Θά ῾ναι κάποιων ἐλπίδων ψευδορκίες.
Κατέβα σοβαρή,
νηφάλια αὐτοεκθρονίσου
ἀπὸ τὰ χίλια σου παράθυρα..
Γιὰ ἕνα μήπως τ᾿ ἄνοιξες.
Κι αὐτοξεχάσου εὔχαρις.
Ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς,
γιὰ τὰ φθινόπωρα, τὰ κύκνεια,
τὶς μνῆμες, ὑδροροὲς τῶν ἐρώτων,
τὴν ἀλληλοκτονία τῶν ὠρῶν,
τῶν ἀγαλμάτων τὴν φερεγγυότητα,
ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς
γι᾿ ἀνθώπους ποὺ σιγὰ-σιγὰ λυγίζουν,
τὸ εἶπες.
καὶ τὴν πείθει
νὰ κουλουριάζεται πνιχτὰ
νὰ τρίβεται σὰ γάτα ἀνεπαίσθητη
πάνω στὸν διαθέσιμο ἀέρα
ποῦ ἀφήνεις προσπερνώντας.

Ἀπόλαυση πολὺ μοναχικότερη
ἀπὸ τὴ στέρησή της.

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Η κοκκινομάλλα έτριψε νωχελικά τα μάτια της που έτσουζαν από το έντονο φως του ηλίου. Άπλωσε το χέρι της και έπιασε το κινητό της, ανοίγοντάς το. 7.43

Προλαβαίνω, σκέφτηκε και σηκώθηκε.

Έπλυνε βιαστικά το πρόσωπό της και έφτιαξε έναν δυνατό καφέ για να ξυπνήσει. Φόρεσε στα γρήγορα μια φόρμα και ένα φούτερ και έπιασε την τσάντα της που βρισκόταν πεταμένη στο πάτωμα. Τράβηξε απότομα το μπουφάν της από την καρέκλα και βγήκε από το σπίτι.

Το πρώτο πράγμα που ένοιωσε μόλις βγήκε από την πολυκατοικία ήταν το κρύο, που αν και πρωί δεν έπαυε να είναι δυνατό. Λίγη ώρα αργότερα είχε φτάσει έξω από το σχολείο της. 

Πόσο καιρό έχω να πατήσω εδώ;

Χωρίς περεταίρω σκέψεις, πέρασε τη μεγάλη καγκελόπορτα. Σάρωσε το χώρο με το βλέμμα της. Όπου και να κοιτούσε έβλεπε γνωστά πρόσωπα. Ξαφνικά τα μάτια της σταμάτησαν σε ένα συγκεκριμένο σημείο. 

Στη γωνία, που σχεδόν δε φαινόταν λόγω των δέντρων, ο Μάριος είχε κολλήσει στον τοίχο μια ξανθιά. Η κοκκινομάλλα ένιωσε ένα σφίξιμο. Ο Μάριος ήταν ανέκαθεν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής της. Το να τον βλέπει με κάποια άλλη της προξενούσε παράξενα συναισθήματα.

Τράβηξε το βλέμμα της και προχώρησε. Καθώς διέσχιζε το προαύλιο ένιωθε όλα τα βλέμματα κολλημένα πάνω της. Χαμογέλασε ανεπαίσθητα. Της άρεσε να τραβάει την προσοχή.

ΣελήνηDonde viven las historias. Descúbrelo ahora