Lake
Στεκόμουν σε μια γωνιά,
-σαν θεατής-
ανήμπορος να την τραβήξω προς το μέρος μου
τα πάντα πάγωσαν
και το σκοτάδι έπαψε να κρύβει τις εμμονές της μέρας
ήθελα να ουρλιάξω,
να παρακαλέσω τις νύμφες να λύσουν τα δεσμά της αλυσοδεμένης ψυχής της
ήθελα να φέρω πίσω τα πάντα,
που μέσα σε ελάχιστα δεύτερα
μετατράπηκαν σε ένα πουθενά
και σε ένα μακριά
Ήταν ο βυθός μου,
ήταν όλες οι ανάσες που κράταγα για να βουτήξω μέσα σε αυτόν
σωστός χρόνος,
λάθος βυθός
ήταν ένα κεφάλι με ανήσυχα μαλλιά,
θαμπή, γλυκιά θωριά
ήταν ένας τόνος παράφορα γλυκός,
αλλά ταυτόχρονα και στυφός
Την είχα βρει όταν δεν έπρεπε,
όταν δεν ταίριαζε να την αγγίξω
σα πως την άγγιζα όμως,
ένιωθα ολόκληρος -μισός-
μπορεί να ήξερα εξ' αρχής,
πως δε θα οδηγούσε αυτό το μεταξύ μας πουθενά
όμως η απειθάρχητη καρδιά μου,
με τροφοδοτούσε με παράλογες προσδοκίες
οι οποίες με μεταμόρφωσαν,
σε τέρας έτσι στα ξαφνικά
Τις νύχτες που ο Αύγουστος μίλαγε με το φεγγάρι
που βλέμματα και σώματα σταμάτησαν να αγγίζονται γλυκά
η σκέψη της σαν ψίθυρος,
ερχόταν και μου τρύπαγε τα σωθικά
σαν όραμα,
σαν άρωμα
εισέρχονταν στο νου
και με ταξίδευε στα κρύα νερά του Ατλαντικού
Προσπαθούσα να απωθήσω τις μεγάλες μπόρες της λησμονιάς,
τα μπερδεμένα βλέμματα μέσα σε μία άλλη συντροφιά
μάταια,
αφού δεν σε έχω ζωντανή στην δική μου αγκαλιά
και να τες τώρα οι τύψεις που με τρώνε
επειδή δε σου' πα πως με καις,
ας έφτανε ο χρόνος,
να σε άκουγα να μου το λες
Έτσι σκύβω από ντροπή,
ακουμπώ πάνω στο στόμα σου
και το ποτίζω με υποσχέσεις,
σε μία ζωή καλύτερη απ' αυτή
Στο υπόσχομαι,
θα σε περιμένω εκεί.
ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ
ʙʟᴜᴇ (and) ʟᴀᴋᴇ |√
PoetryΜε έκανε να νιώσω. Έτσι όπως δεν είχα ξανανιώσει. Έτσι που δεν ήξερα τι ήταν. Έτσι όπως πίστευα πως νιώθουν αυτοί στις ταινίες και τα παραμύθια. Ευτυχία, ήταν, νομίζω Αλλά, ήταν..