Σφιγμένος

38 7 7
                                    


Άλκης 






Πηγαίνω. 

Έρχομαι.


Ενεστώτας,

που μάστιζε να γίνει Αόριστος.


Αόρατος;

Σχεδόν απόμακρος.


Ξαναπηγαίνω και ξαναέρχομαι.


Ενεστώτας.


Μέλλον το ξανά,

παρελθόν το έρχομαι.


Κι αν δεν ξαναερχόμουν;

Κι αν οι Γερμανοί εξακολουθούσαν να παραμονεύουν;


Κι αν ένα παιδί πέθαινε,

στα γόνατα σκυμμένο;


Κι αν η μάνα φώναζε σε επανάληψη,

 μη το κρεμάσουν σα να' ταν αρνί σφαγμένο;


Τι αποτέλεσμα θα είχε η κραυγή;


Αυτή η σιχαμένη,

άδικη ζωή 

με φοβίζει όταν εσύ περιμένεις να ανταμώσουμε την ερχόμενη Κυριακή.


Δε θέλω να ξέρω πως είναι να βρίσκομαι απέναντί σου

και συ πιασμένη στα μπράτσα αυτού του "βρώμικου" αγαπητικού σου.




Τη μέση μου θέλω να τσακίσω,

το όπλο μου αρνούμαι να ξανά οπλίσω.


Ενεστώτας.

Συνεχόμενος, εξακολουθητικός, ακούραστος και επανειλημμένος Ενεστώτας.


Αόριστος.

Χαμένος, συγχωρεμένος, περιζήτητος στο χάος είναι ο καταραμένος.




Στα συντρίμμια,

συλλογίζομαι κρατώντας τη δική σου φωτογραφία.


Κι αν η αγάπη έτρεχε για να κρυφτεί;


Πώς να παλέψω για αγάπη,

που η αγάπη κοντοζυγώνει να κρεμαστεί;



Κοιτάξτε τον απελπισμένο άντρα που σφίγγεται με σπασμένα χέρια,

ανίκανα να μαζέψουν τα γεμάτα ψίχουλα αγάπης τραπέζια


Σκοντάφτοντας εδώ και κει,

με τραύματα πολέμου και στις πλάτες κοράκια που αγριεύουν 


ψάχνει την δύναμη, 

στην αγκαλιά της Συραγώς να φυλακιστεί μια και καλή.



Αναρωτιέται πώς τελειώνει τόσο φευγάτα ο χρόνος,


ενώ σκοτώνει για αγάπη,

σαν τρελαμένος δολοφόνος.







ΤΑ ΑΝΕΙΠΩΤΑ (ON GOING)Where stories live. Discover now