Η Πρώτη μας φορά

1.1K 17 5
                                    

Ήταν πολύ καλός στους λάτιν χορούς. Την κράτησε σφιχτά από το χέρι και δίνοντας ώθηση με το σώμα του τη στριφογύρισε σε μια περίτεχνη φιγούρα.

Καθώς στροβιλίζονταν το βλέμμα της έπεσε στην άδεια θέση στο τραπέζι τους. Τα μάτια της τον αναζήτησαν απεγνωσμένα. Έμεινε μετέωρη να κοιτάζει στο χώρο. Τον εντόπισε να βγαίνει βιαστικος από την πόρτα με το κεφάλι κατεβασμένο.

Δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Άφησε το χέρι του Κώστα και έτρεξε σα μαγνητισμενη στην είσοδο.

-Πού πας; φώναξε λαχανιασμενη, τραβώντας τον από το μπράτσο.
-Μη μου πεις ότι θα σου λείψω, καγχασε και ένιωσε τα μάτια του να πετάνε φλόγες. Τρόμαξε. Ήταν η πρώτη φορά που την κοιτούσε έτσι. Γεμάτος ειρωνεία. Μίσος σχεδόν.

Δεν αντέδρασε στην ειρωνεία του, συνέχισε στον ίδιο τόνο.
-Δεν αισθάνεσαι καλά; Μήπως σε..
-Σταματα να παριστάνεις ότι ενδιαφέρεσαι. Είμαι μια χαρά, θέλω απλώς να φύγω. Γύρισε στην παρέα σου.

-Ειμαι εκεί που θέλω να είμαι, του απάντησε αιφνιδιαστικά, απορώντας και η ίδια με την ειλικρίνεια της.
Η απάντηση της τον μπερδεψε, δεν την περίμενε. Ανέκτησε γρήγορα την αυτοκυριαρχία του
-Δεν ξέρω που είναι η παρέα σου και που θέλεις να είσαι, εγώ πάντως φεύγω. Καληνύχτα Τερέζα.
-Θα ρθω και γω, του απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη.

Μπήκε τρέχοντας στο μαγαζί να πάρει την τσάντα της και τον ακολούθησε. Δε χαιρέτησε κανέναν. Δεν ένιωσε την ανάγκη να πει σε κανέναν πως φεύγει.

Στο δρόμο περπατούσε βιαστικά. Με μεγάλες δρασκελιες αύξανε τη μεταξύ τους απόσταση. Έτρεχε πίσω του ασθμαινοντας.
Το τακούνι της μπλέχτηκε στο πλακόστρωτο του μικρού στενού και έχασε την ισορροπία της. Άκουσε το χτύπο πίσω του και έτρεξε αμέσως στο πλάι της να τη σηκώσει.

-Μπορεις να περπατάς σαν άνθρωπος και να μη με κάνεις να τρέχω;ρώτησε με έντονο εκνευρισμό στη φωνή της.
-Δε θυμάμαι να σου είπα να με ακολουθήσεις. Χτύπησες; Άσε με να δω.
-Σε νοιάζει; ρώτησε γεμάτη ειρωνεία και απομάκρυνε το πρόσωπο της από τα χέρια του.

Είδε το αίμα που έτρεξε στην άκρη του προσώπου της να ανακατωνεται με τα δάκρυα της. Την ένιωθε να καίει ολόκληρη από θυμό. Την έφτασε στα όρια της.

-Αν με νοιάζει ε; Θα σου δείξω πόσο με νοιάζει, είπε σχεδόν ουρλιαζοντας.
Την άρπαξε από τους καρπούς και την κόλλησε στον τοίχο, πίσω της. Τον κοιτούσε λάγνα και ειρωνικά. Άφησε τα χέρια της και την άρπαξε άγρια από το πρόσωπο. Έφερε το δικό του σε απόσταση αναπνοής. Ένιωσε στο δέρμα του την εκπνοή της να τον καίει. Κόλλησε τα χείλη του στα δικά της με πάθος. Όλη η απελπισία, ο πόθος, η οδύνη, η λαχτάρα, η ζήλια που ένιωθε χώρεσαν μέσα στο φιλί του. Δάγκωνε και ρουφούσε τα χείλη της αχόρταγα, κτητικα, κόβοντας της την πνοή. Τύλιξε τα χέρια της στη μέση του και αφέθηκε στο φιλί του. Τον τραβούσε διαρκώς κοντά της σα να θέλει να τον "ρουφήξει" ολόκληρο. Ή σα να φοβόταν μην τον χάσει ξανά.

ΕΡΩΤΑΣ, Ο ΛΥΣΙΜΕΛΗΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα