Θεσσαλονίκη για δύο

583 16 8
                                    

Οδηγούσε αμίλητος και σκεφτικός. Δυνάμωσε την ένταση του ραδιοφώνου για να αποφύγει ενδεχόμενη ανεπιθύμητη συζήτηση.

Εκείνη δίπλα του, ένιωσε την ένταση του. Καταλάβαινε πολύ καλά πως η αιτία δεν ήταν άλλη από την παρουσία της και τις αντιδρασεις των δικών του. Τον κοιτούσε πλάγια, ψάχνοντας κάτι να του πει, χωρίς να τον φέρει σε δύσκολη θέση.

Χαμήλωσε λίγο το ραδιόφωνο και χάιδεψε απαλά το χέρι του που ακουμπούσε στο λεβιέ των ταχυτήτων.

-Τι έχεις αγάπη μου; Γιατί δε μιλάς;

-Τιποτα κορίτσι μου, χαζεύω απλώς το δρόμο, της απάντησε για να την καθησυχάσει.

Σεβάστηκε το ότι ήθελε να κρατήσει τις σκέψεις του για τον εαυτό του και δε συνέχισε τις ερωτήσεις. Έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του και τύλιξε με τα χέρια της το δικό του, αγγίζοντας το τρυφερά κατά μήκος.

Της απάντησε με ένα απαλό φιλί στην κορυφή των μαλλιών της. Ανασηκωσε το κεφάλι της, για να τον δει, δίνοντας του ένα πεταχτό φιλί στα χείλη.

Έμειναν έτσι σιωπηλοί, πιασμένοι χέρι χέρι για το υπόλοιπο της διαδρομής.

Δεν άργησε να την πάρει ο ύπνος, γερμένη στο μπράτσο του. Τη χάζευε που κοιμόταν, ήρεμη, γλυκιά και πίσω απ' το παράθυρο της το τοπίο διαρκώς να εναλλάσσεται, θάλασσες, βουνά, μεγάλες εκτάσεις που πρασινιζαν στο κατώφλι της άνοιξης.

Ξύπνησε από το απότομο φρενάρισμα την ώρα που ο Αλέξανδρος πάρκαρε έξω από το σπίτι του Αχιλλέα. Η μαγική γειτονιά της Άνω Πόλης ανοίγονταν μπροστά στα μάτια της.

Ο Αχιλλέας ήταν παιδικός φίλος του Αλέξανδρου. Εργαζόταν ως δικηγόρος και διατηρούσε ένα διατηρητέο οίκημα υψηλής αισθητικής στην Άνω πόλη. Τον τελευταίο καιρό έμενε στη σύντροφό του, οπότε με χαρά παραχώρησε τα κλειδιά στο ζευγάρι.

-Πώς σου φαίνεται καρδιά μου το σπίτι; Σου αρέσει;

-Ειναι αριστούργημα, ο φίλος σου είναι πολύ καλογουστος.

-Και αυτό είναι το καλύτερο σημείο..,της είπε σηκώνοντας τα παντζούρια.

Η θέα ήταν εκθαμβωτική, όλη η συμπρωτεύουσα στα πόδια τους. Ο λευκός Πύργος, ο πύργος του ΟΤΕ, ο Θερμαϊκός κόλπος, στο βάθος το βουνό των θεών και ένας ζεστός θεσσαλονικιωτικος ήλιος που έλουσε μονομιας το χώρο.

Τον πλησίασε και τύλιξε τα χέρια της γύρω απ'το κορμί του. Έγειρε το κεφάλι της πανω του να εισπνεύσει το μεθυστικό άρωμα του.

ΕΡΩΤΑΣ, Ο ΛΥΣΙΜΕΛΗΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα