Όνειρα και εφιάλτες

559 14 11
                                    

Καθισμένη οκλαδόν στον καναπέ της βεράντας έτρωγε λουκουμάδες με μέλι και κανέλα. Τους είχε λιγουρευτει από το γύρισμα ακόμα και η Χριστιάνα δεν της χάλασε χατίρι, πέρασε από το διάσημο λουκουματζιδικο στο Κουκάκι και της πήρε μια γενναία μερίδα.

-Με το μαλακό, κορίτσι μου, θα πνιγείς. Δε στους παίρνει κανείς.

-Σταματα μωρέ, δεν ξέρεις πόσες ώρες τους σκέφτομαι. Τους πεθύμησε το Ελπιδάκι μου, τι να κάνω;

-Καλα έκανες μωρό μου, σε πειράζω. Ότι λαχταρησει το κορίτσι μου, η νονά θα του το φέρει αμέσως.

...........

-Θα σκάσω Χριστιάνα, άνοιξε μια σόδα, δεν παίρνω ανάσα.

-Μα δεν έχεις μέτρο. Αν βγει και η μικρή λιχουδω σαν εσένα δε θα σας προλαβαίνουμε.

Κάθισαν πλάι πλάι στον καναπέ, ήπιαν τη σόδα με το λεμόνι και τη μέντα που ετοιμασε η Χριστιάνα και απόλαυσαν τη γλυκιά καλοκαιρινή βραδιά. Το μάτι της έπεσε στο ολόγιομο φεγγάρι, της άρεσε πάντα να το χαζεύει και να ακούει ρομαντικά τραγούδια στο ραδιόφωνο. Έτσι και τώρα, η φωνή της Χαρούλας πλημμύρισε το μπαλκόνι. Στο άκουσμα της γλυκιας μελωδίας, θύμησες κατέκλυσαν το μυαλό της.

Ο νους της κύλησε στον Αλέξανδρο. Πόσες πανσεληνους είχαν δει αγκαλιά; Πόσες φορές δεν της σιγοτραγουδησε το φεγγαράκι; Πόσες φορές δεν του αντιγυρισε γλυκά την πανσέληνο;Πόσες φορές δε μοιράστηκαν το ίδιο ποτήρι κρασί και δεν κυληστηκαν αγκαλιά στο ίδιο καυτό κρεβάτι; Και τώρα αυτός ήταν άφαντος και αυτή έμεινε μόνη και έρημη να χαϊδεύει στοργικά τον καρπό του έρωτα τους και να αναπολεί τις στιγμές τους.

-Μελαγχολησες;

-Λιγακι, μη μου δίνεις σημασία. Θα μου περάσει.

-Βρε καρδούλα μου, αφού εκεί είναι το μυαλό σου, κάνε λίγο πίσω τον εγωισμό σου, παρτον να μιλήσετε, να τα βρείτε, να δείτε τι θα κάνετε με το παιδάκι σας.

-Ασε με ρε Χριστιάνα, λες και δεν καταλαβαίνεις. Λες να μην πονάω; Να μου είναι ευχάριστο όλο αυτό;

-Τοτε κάνε μια κίνηση μάτια μου.

-Δε μπορώ..

Δεν την πίεσε περισσότερο, ένιωθε και εκείνη πως η φίλη της ήταν στα όρια της. Προσπαθούσε να το παίξει άνετη αλλά μέσα της υπέφερε και η κολλητή της το ήξερε. Της φάνηκε όμως πιο μαλακωμενη, σα να είχε αρχίσει κάτι να αλλάζει. Η Χριστιάνα πίστευε πως με τον καιρό, αν έβλεπε μια καλή κίνηση από τη μεριά του Αλέξανδρου, η Τερέζα θα του μιλούσε. Τον αγαπούσε ακόμα και τον είχε ανάγκη αδιαμφισβήτητα.

ΕΡΩΤΑΣ, Ο ΛΥΣΙΜΕΛΗΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα