Προξενιό

1.1K 16 9
                                    

-Καλησπέρα <καρδιά μου>, πώς είσαι; τη ρώτησε δειλά κάνοντας ένα μετέωρο βήμα προς το μέρος της. Φορούσε ένα ξεβαμμενο τζιν παντελόνι και ένα λινό σιελ πουκάμισο. Το γαλάζιο ήταν το χρώμα του, του το λέγε πάντα. Είχε μαυρίσει ελαφρά και φαίνονταν ακόμα πιο όμορφος. Τα μάτια του, αν και κουρασμένα, αϋπνα είχαν έναν τρόπο να τη μαγνητίζουν μέσα στις κατάμαυρες θάλασσες τους.

"Πόσο όμορφος άντρας είναι" σκέφτηκε φευγαλέα μη μπορώντας να συγκεντρωθεί.

-Καλα είμαι <δεν είμαι, ψέματα λέω, νιώθω μόνη, κενή,σε έχω ανάγκη, πολλή>, απάντησε κοιτώντας τον δειλά στα μάτια. Τα μαλλιά της ελαφρά σπαστά, όπως όταν λούζεται χωρίς να τα πειράξει καθόλου μετά. Το πρόσωπο της χλωμό μα του φάνηκε πως ήταν έστω μια ιδέα πιο ροδαλο απ'την προηγούμενη φορά που την είδε. Είχε μια λάμψη απόκοσμη, που τον σαγήνευε. Είναι δυνατόν αυτό το πλάσμα που το θαύμαζε και το λάτρευε να ένιωθε ανασφάλεια; Ήταν αστείο..

-Καλα και γω <ψέματα λέω, χάλια είμαι, μου λείπεις πολύ, δεν αντέχω άλλο χώρια σου>.

Τα μάτια της του φάνηκαν πιο μελια από ποτέ, χάθηκε μέσα τους. Ζεστά, υγρά, μελαγχολικά. Ίσως να ήταν και το πρώτο πράγμα που τον είχε τραβήξει επάνω της.

Εκείνα τα αμήχανα δευτερόλεπτα που τα βλέμματα μπλέκονται και λένε όσα τα χείλη δεν τολμούν να πουν, φάνηκε να κρατούν έναν αιώνα. Κανείς τους δεν ήθελε να τελειώσει η στιγμή κι ας μη μπορούσαν να σκεφτούν τίποτα για να την κάνουν να κρατήσει παραπάνω.

-Ωραία, αφού όλοι είμαστε καλά, ας κάτσουμε στο τραπέζι, είπε η Λενιώ προσπαθώντας να σπάσει τον πάγο.

Αν μπορούσε να μιλήσει ξεκάθαρα, ωμά, θα τους έλεγε πως παλιμπαιδιζουν. Πώς φέρονται ανώριμα και βασανίζουν τον εαυτό τους και τον άνθρωπο που αγαπάνε. Τα ήξερε αυτά, εκ πείρας. Ήξερε όμως και ότι τα νιάτα και ο έρωτας είναι κακοί συμβουλατορες.
"Στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα" έλεγαν συχνά με το Λάμπρο και γελούσαν αγκαλιά με τα καμώματα του παρελθόντος.

Το ζευγάρι κάθισε αντίκρυ. "Να κοιτάζονται, να βλέπουν τι έχασαν" είπε πονηρά η Λενιώ στη Χριστιάνα. Ανάμεσα τους, σε σχήμα σταυρού, οι δύο γυναίκες.

-Πώς είσαι παλικάρι μου; Κουρασμένος; Απ'το γύρισμα ήρθες κατευθείαν ε;

-Ναι, είχαμε δύσκολες εξωτερικές σκηνές σήμερα και κράτησε παραπάνω..

ΕΡΩΤΑΣ, Ο ΛΥΣΙΜΕΛΗΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα