Κεφάλαιο 2

126 36 4
                                    


Η Αριάδνη αμέσως μετά το φαγητό πήγε στο δωμάτιο που ήταν διακοσμημένο με φθαρμένα αντικείμενα αλλά καθαρό. Ένα πέτρινο τζάκι  έκαιγε στην γωνία χωρίς να καταφέρνει να μειώσει την ψύχρα του χώρου. Εβγαλε την κάπα της για να την ρίξει στο κρεβάτι και προχώρησε προς το παράθυρο. Αναρωτήθηκε αν ο ταβερνιάρης θα κατάφερνε να επιβιώσει. Ο κόσμος στην αυλή είχε μειωθεί πολύ καθώς η βροχή είχε ξεκινήσει να πέφτει και πάλι. 

Χασμουρήθηκε για πολλοστή φορά και αισθάνθηκε στο σώμα της το γνωστό βάρος που αισθανόταν όποτε εμφανιζόταν κάποιο όραμα. Κάθε φορά που συνέβαινε αυτό έτρωγε ότι έβρισκε μπροστά της και νύσταζε πολύ. Τα οράματά της δεν μπορούσε να τα προκαλέσει η ίδια αλλά εμφανιζόταν ξαφνικά, αφήνοντας την άδεια από ενέργεια. 

Είχε μάθει από πολύ μικρή να ζει με την διαίσθησή της που έβγαινε σωστή και τα οράματα που την προειδοποιούσαν για το μέλλον. Όμως μόνο για το μέλλον των άλλων. Ποτέ δεν είχε δει κάποιο όραμα για τον εαυτό της ώστε να προφυλαχτει από κάποιο κίνδυνο. Αναστέναξε. Η γιαγιά της την προειδοποίησε ξανά και ξανά πριν φύγει, να μην αποκαλύψει σε κανέναν αυτή την ικανότητά της όμως η ίδια δεν ήξερε πως θα κατάφερνε να ελέγξει τον εαυτό της αν έβλεπε κάποιον να κινδυνεύει.

Έβγαλε τα ρούχα της και φόρεσε το νυχτικό της. Πριν πάει να ξαπλώσει έριξε μια τελευταία ματιά έξω από το παράθυρο. Η αυλή ήταν τελείως άδεια.

"Ελπίζω να τα καταφέρεις " . Είπε φωναχτά στον αέρα την ευχή ελπίζοντας να πιάσει. Ξάπλωσε στο σκληρό κρεβάτι πιάνοντας το βιβλίο της. Το κερί δίπλα της δεν ήταν αρκετό για να διαβάσει αλλά όσο και αν νύσταζε η αγωνία για την τύχη μιας ζωής δεν την άφηνε να κοιμηθεί. 

Η νύχτα είχε προχωρήσει, τα μάτια της βάρυναν  και το βιβλίο έπεσε στο στήθος της.  Δεν την είχε πάρει καλά καλά ο ύπνος όταν το φως του κεριού δίπλα της τρεμόπαιξε ενώ ένα ρεύμα ψυχρού αέρα χάιδεψε το πρόσωπό της.  Τα μάτια της Αριάδνης άνοιξαν διάπλατα για να βρεθεί να κοιτάζει έναν ψηλό άντρα μπροστά της. Ετοιμάστηκε να φωνάξει  όταν το χέρι του κάλυψε το στόμα της. Η σιδερένια μυρωδιά του αίματος μπήκε στα ρουθούνια της. Ήταν ο δολοφόνος; Είχε σκοτώσει τον ταβερνιάρη; 

"Μην βγάλεις άχνα θα σε σκοτώσω". Πρόσταξε εκείνος άγρια.

Η Αριάδνη κούνησε το κεφάλι της δείχνοντάς του οτι θα τον υπάκουγε. Το χέρι του απομακρύνθηκε αργά από το στόμα της. Εκείνη είχε την ευκαιρία να τον παρατηρήσει. Φορούσε μάσκα στο χρώμα του δέρματος μέχρι την μύτη αλλά από μέσα διακρίνονταν τα σκληρά σκούρα μάτια του. Τα χείλη του που φαινόταν, ήταν σαρκώδη. Τα μακριά του μαλλιά ήταν πιασμένα πάνω στο κεφάλι του. Τα ρούχα του ήταν περιποιημένα αν και στο μπράτσο του δεξιού του χεριού είχε ένα σκίσιμο πιθανόν από σπαθί.

ΑΡΙΑΔΝΗ ΤΟ ΦΩΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα