Kεφάλαιο 4

123 32 5
                                    

Η Αριάδνη κοίταξε έξω από το παράθυρο. Όλο το σώμα της είχε πιαστεί από τις ατελείωτες ώρες που πέρασε στην άβολη άμαξα. Στην διαδρομή είχε προσπαθήσει να κοιμηθεί αλλά ο ύπνος ήταν βάσανο σε τέτοιες συνθήκες γι αυτό προτίμησε να ακούει την φλυαρία της Μάρθας. Ο ήλιος είχε αρχίσει να χάνεται πίσω από τα βουνά. Ξαφνικά η φωνή της Μάρθας ακούστηκε ενθουσιασμένη : "Δεσποινίς.... ε  ... Αριάδνη κοίταξε! Να... τα τείχη της πρωτεύουσας. Φτάσαμε".

Η Αριάδνη κοίταξε εντυπωσιασμένη τα θεόρατα πέτρινα τείχη . Είχε ακούσει για την πρωτεύουσα και τα εντυπωσιακά τείχη της, από τον δάσκαλό της αλλά δεν περίμενε αυτή την εντυπωσιακή εικόνα. Αφού πέρασαν από τον έλεγχο στην πύλη της πόλης,  η άμαξα μπήκε στους φωτεινούς δρόμους προχωρώντας αργά, λόγω της κίνησης, γεγονός που επέτρεψε στην Αριάδνη να χαζέψει έξω από το παράθυρο. 

Αρκετή ώρα αργότερα η άμαξα σταμάτησε μπροστά σε μια μεγάλη είσοδο σπιτιού και η Μάρθα προσφέρθηκε αμέσως να την βοηθήσει για να κατεβεί. Δύο μεγάλα πέτρινα λιοντάρια διακοσμούσαν τις δυο πλευρές της εισόδου ενω η μεγάλη ξύλινη πόρτα ήταν κλειστή. Η Μάρθα χτύπησε δυνατά το μέταλλο πάνω στην πόρτα και αμέσως εκείνη άνοιξε . Μπροστά τους εμφανίστηκαν άντρες ντυμένοι με τα ίδια ρούχα. Ήταν από το υπηρετικό προσωπικό της έπαυλης του πατέρα της. Ένας ασπρομάλλης άντρας που ήταν μπροστά από τους υπόλοιπους ήταν ντυμένος καλύτερα. Σύμφωνα με όσα της είχε πει η Μάρθα θα πρέπει να ήταν ο οικονόμος.

"Καλώς ήρθατε δεσποινίς".  Είπε ο άντρας ευγενικά. "Είμαι ο Λουκάς ο οικονόμος".

Η Αριάδνη χαμογέλασε : "Γεια σου Λουκά. Ο πατέρας μου;"

Μπόρεσε να διακρίνει στο πρόσωπο του Λουκά κάτι σαν λύπη αλλά αμέσως χάθηκε : " Έχει μια πολύ σημαντική συνάντηση γι αυτό δεν μπόρεσε να σας υποδεχτεί αλλά θα σας δει αμέσως μετά".

Η Αριάδνη οδηγήθηκε στο δωμάτιό της. Δεν είχε παράπονο. Το δωμάτιο ήταν περιποιημένο με πολυτέλεια. Αν μη τι άλλο ο πατέρας της δεν τσιγκουνεύτηκε για να διακοσμήσει το δωμάτιό της. 

Όταν έφυγαν όλοι από το δωμάτιο και έμεινε μόνη με την Μάρθα, η Αριάδνη αναστέναξε και έπεσε πάνω στο κρεβάτι: " Επιτέλους κρεβάτι".

Η σιωπή της Μάρθας την εντυπωσίασε. Στράφηκε προς το μέρος της. Εκείνη την κοίταζε σιωπηλή και βουρκωμένη. Αμέσως σηκώθηκε για να πάει κοντά της. 

"Μάρθα... τι έγινε; Τι έχεις;" Ρώτησε πιάνοντας τα χέρια της υπηρέτριάς της.

"Δεσ... Αριάδνη  έχεις τόσα χρόνια να δεις τον πατέρα σου αλλά εκείνος δεν ήρθε καν να σε υποδεχτεί. Δεν το περιμενα αυτο απο τον στρατηγο. Στεναχωριέμαι για εσένα". 

ΑΡΙΑΔΝΗ ΤΟ ΦΩΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα