Μέρος (Ι): Όλα όσα είχα ξεχάσει (365 μέρες πριν)

40 4 9
                                    

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ:
ΟΛΑ ΟΣΑ ΕΙΧΑ ΞΕΧΑΣΕΙ

365 μέρες πριν…

Σκοτάδι. Μα ταυτόχρονα χιλιάδες φώτα είναι αναμμένα γύρω μου, που με τυφλώνουν. Άσπρο, απέραντο άσπρο απλώνεται στα πόδια μου, προκαλώντας μου την αίσθηση πως βρίσκομαι σε κάποιο νοσοκομείο και όχι στο ‘‘σπίτι’’. Στο σπίτι που αναγκάστηκε να με αφήσει εκείνη η γυναίκα που κάποτε αποκαλούσα «μητέρα». Μα, τι κρίμα που είμαι παγιδευμένη μέσα σε τέσσερις τοίχους μιας ‘‘φυλακής’’, ενός ιδρύματος… όχι, όχι δεν είναι το κανονικό μου σπίτι. Άλλωστε, ποιο είναι το πραγματικό σου σπίτι, αν δεν νιώθεις πουθενά ασφαλής;

Ακόμα και τώρα, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, θυμάμαι το μπλε του ουρανού να αντανακλά σ’ εκείνο το μικρό παράθυρο του κοινόχρηστου μπάνιου και την καρδιά μου να χτυπάει το ίδιο δυνατά, όπως τότε. Τότε.. εκείνη την νύχτα. Εκείνη την νύχτα που άρχισαν όλα. Εκείνη την νύχτα που κόντεψα να χάσω- εκτός από τον εαυτό μου- και τον μοναδικό άνθρωπο που προσφέρθηκε να με βοηθήσει. Εκείνον.
Κόκκινο. Μονάχα κόκκινο μπορούσα να αντικρύσω, σαν έγερνα το κεφάλι μου προς τα κάτω. Μαύρο. Κόκκινο. Μαύρο και άσπρο, αλλά και μπλε. Κόκκινο, απέραντο κόκκινο υγρό έσταζε από τις φλέβες μου και το μόνο που έκανα, ήταν να γείρω το κεφάλι μου επάνω στα πλακάκια και να παραδοθώ στην μοίρα που είχε γραφτεί για μένα- ή μήπως την είχα γράψει εγώ η ίδια; Κανένας μας δεν ήξερε, ούτε καν εγώ.

Ήμουν νεκρή; Πάντως ο πόνος δεν ήταν τίποτα μπροστά στα σημάδια του σώματος, που είχαν χαραχτεί βαθιά στο δέρμα μου και δεν έλεγαν να φύγουν, όσες φορές και να τα κοιτούσα, όσες φορές και να παρακαλούσα τον Θεό να φύγουν. Εκείνα συνέχιζαν να παραμένουν πάνω μου, κάνοντας με να θυμάμαι τις χιλιάδες φορές που ξεπερνούσα τα όρια και τους κανόνες, φτάνοντας σχεδόν στην ύβρη. Και μετά τι; Η νέμεσις.

«Μην κλείσεις τα μάτια σου!», η ανάσα μου κόπηκε στην μέση, όταν η θολή του φιγούρα, φάνηκε μπροστά μου. Αυτό είναι το τέλος. Κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι, για να με βοηθήσει. Αυτό είναι. Σε λίγο θα κλείσω τα μάτια μου και όλος αυτός ο πόνος, θα σταματήσει. Αυτό είναι το τέλος μου. Εδώ, σε αυτό το δωμάτιο, στο κρύο πάτωμα μιας κοινόχρηστης τουαλέτας, θα αφήσω την τελευταία μου ανάσα. Τελείωσε. Και το ξέρουμε και οι δύο, πολύ καλά.

«Εμίλια, τι έκανες;» Γύρισα προς το μέρος που είχα αφήσει το γυάλινο αντικείμενο και έκανα να το πιάσω, μα τα χέρια μου ήταν τόσο αδύναμα. Λίγο ακόμα, και θα χάσω τις αισθήσεις μου.

«Εμίλια, σου μιλάω!», εκείνος δεν σταματούσε να φωνάζει. Τι ήθελε επιτέλους, για να με αφήσει ήσυχη; Γιατί δεν σταματούσε; Γιατί με βασάνιζε με αυτόν τον τρόπο;
«Θα μας βρουν και μετά…», ήθελα να σταματήσει. Ήθελα να φύγει. Ήθελα να μείνω μόνη.Ήθελα να σταματήσει να πονάει. Ήθελα να σταματήσει

Ξεχασμένες Αναμνήσεις Where stories live. Discover now