Μέρος (ΙΙ): Εκείνος που θυμάται ακόμα (750 μέρες μακριά σου)

28 2 29
                                    

750 μέρες μακριά σου…

Φαντασία. Πραγματικότητα. Εσύ, εγώ και ο υπόλοιπος κόσμος.
Έχουν περάσει ήδη δεκαπέντε ολόκληρες μέρες από τότε που ξεκίνησα μια καινούργια αρχή στο πλευρό του καλύτερου μου φίλου, Γρηγόρη και ήδη νιώθω πως αποκτώ πίσω την ζωή για την οποία ονειρευόμουν όταν ακόμα σκεφτόμουν το μέλλον μου, στο ίδρυμα. Όνειρα. Τι πραγματικά σε ενδιαφέρει και γιατί τελικά δεν ακολουθείς τα όνειρα σου; Τι μας εμποδίζει και γιατί στο τέλος τα παρατάμε; Πάντως στην ζωή, δεν είναι πάνταόλα τέλεια, όπως μπορεί να τα έχεις φτιάξει εσύ μέσα στο κεφάλι σου. Και το ξέρω πολύ καλά, πλέον.

«Να ξέρεις πως η βάρδια σου έχει τελειώσει», ο Γρηγόρης αποκρίθηκε ενώ έφτιαχνα κάτι κοκτέιλ. «Μετά από αυτό, θα σου αδειάσω την μεριά, φιλαράκο», τοποθέτησα μια από εκείνες τις διακοσμητικές ομπρελίτσες πάνω στα ποτήρια, ενώ η πόρτα άνοιξε και ένας νεαρός με κατάξανθα μαλλιά ήρθε σαν σίφουνας προς το μέρος μας.

«Άργησα;» ρώτησε κοιτώντας τον Γρηγόρη, με τον τελευταίο απλά να του γνέφει. «Πάνω στην ώρα ήρθες, ο Αχιλλέας μόλις έφτιαξε τα κοκτέιλ για εκείνη την παρέα στο βάθος», εκείνος με κοίταξε στιγμιαία πριν αφήσει τα πράγματα του στο μπαρ και πιάσει τον δίσκο.

«Τα πάω αμέσως», έκανε και πριν προλάβουμε να πούμε κάτι, χάθηκε στο βάθος με την παραγγελία. «Ποιος είναι αυτός;»

«Είναι ένα καινούργιο παιδί, ο Ορφέας. Μόλις μετακόμισε στην πόλη και θεώρησα καλή ευκαιρία να του δώσω την δουλειά, μιας και εσύ θα με βοηθάς τα πρωινά», έγνευσα, βάζοντας το μπουφάν μου.

«Έχει τρομερή ενέργεια», σχολίασα την γρηγοράδα του, με τον Γρηγόρη να κουνάει το κεφάλι του, ρίχνοντας μια ματιά στον Ορφέαπριν αρχίσει να κόβει λεμόνια. «Να προσέχεις στο δρόμο», του χαμογέλασα, υψώνοντας το μεσαίο μου δάχτυλο στον αέρα.

Ωραίος τρόπος να χαιρετάς κάποιον παλιόφιλο.

[…]

Σκέψεις. Σκέψεις που βασανίζουν το κεφάλι και δεν σε αφήνουν να ηρεμήσεις. Άραγε, εσύ με σκέφτεσαι, μια στο τόσο; Ξεχνώ και θυμάμαι. Νιώθω και υποκρίνομαι. Εσύ τι να νιώθεις άραγε, για μένα; Με μισείς ή ακόμα μ’ αγαπάς; Με περιμένεις ή κουράστηκες στην διαδρομή; Κούραση. Γιατί πρέπει οι μέρες να έχουν ίδια αρχή και κατάληξη; Αρχή. Τέλος. Εσύ πώς ξεκινάς τις μέρες σου και πού καταλήγεις να βρίσκεσαι; Τα πρωινά σου με τι έχουν να κάνουν; Είσαι χαρούμενη που ξυπνάς ή προσεύχεσαι να περάσει γρήγορα η ώρα, για να πλαγιάσεις και πάλι στο κρεβάτι σου; Και τι δεν θα έδινα για να πλαγιάσω μαζί σου, έστω κι αν χρειαζόταν να φύγεις το πρωί. Μονάχα ένα βράδυ, μου έφτανε για να σου πω όσα δεν μπόρεσα ποτέ μου να προφέρω, ενώ σε κοιτάζω μέσα στα μάτια- σαν να σου καταθέτω την ψυχή μου, εκείνη που έμεινε κενή με την φυγή μου- ή χαράζοντας τις λέξεις σε ψιθύρους πάνω στο κορμί σου. Τι συμβαίνει όμως, όταν έχεις συνηθίσει να προσποιείσαι πως ξεχνάς, για να μην πονέσεις άλλο; Που πηγαίνουν και χώνονται τα συναισθήματα; Πού κρύβονται και γιατί όταν μερικές φορές νομίζουμε πως τα έχουμε βάλει σε ασφαλές μέρος και πηγαίνουμε να τα βρούμε- για να ζήσουμε λίγο περισσότερο μαζί τους, γιατί τα χρειαζόμαστε- εκείνα δεν υπάρχουν; Ποιος τρόπος υπάρχει για να τα βρούμε και γιατί νιώθω πως χάνω τον εαυτό μου μπρος την εύρεση τους; Γιατί εγώ που ζούσα για τον έρωτα, να μην μπορώ να περιγράψω το πόσο πολύ σ’ αγαπούσα; Γιατί να σκαλίζω το μυαλό και την καρδιά, θέλοντας να νιώσω τον παραμικρό χτύπο με διαφορετικό τόνο, όταν δεν αφήνω τον εαυτό μου να νιώσει, ξανά; Γιατί κλείνομαι στο καβούκι μου και γιατί κλειδώνω πόρτες και παράθυρα μπρος την αγάπη και τον έρωτα; Γιατί νιώθω πως τα τείχη ανάμεσα μας, μεγαλώνουν και γιατί νιώθω να χάνεσαι, τόσο, ώστε να γίνεσαι θολή σκιά, στα μάτια μου;

Ξεχασμένες Αναμνήσεις Where stories live. Discover now