Μέρος (ΙΙ): Εκείνος που θυμάται ακόμα (755 μέρες μακριά σου)

25 2 32
                                    

755 μέρες μακριά σου…

Πόνος. Απώλεια. Πώς γίνεται, μια μονάχα λέξη να περιγράφει ακριβώς την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι μόλις τώρα; Πώς μπορεί να νιώθει κάποιος όταν ξυπνήσει το πρωί και το μαξιλάρι από δίπλα του είναι ανέγγιχτο; Τι συμβαίνει όταν η πραγματικότητα σου χτυπήσει την πόρτα και εσύ ανυποψίαστος της ανοίγεις, δίχως να κοιτάξεις από το ματάκι; Έτσι ένιωσα σαν άνοιξα τα μάτια μου και γύρισα πλευρά στο κρεβάτι, προσπαθώντας να βρω την δύναμη για να σηκωθώ ξανά στα πόδια μου, όπως κάθε άλλη φορά. Δύναμη. Πόση δύναμη χρειάζεται για να υποκριθείς ξανά πως όλα είναι καλά; Γιατί δεν τα καταφέρνεις και γιατί δεν είσαι ο εαυτός σου; Γιατί φοβάσαι να ανοιχτείς μπρος τα συναισθήματα, μην τυχόν και πληγωθείς; Γιατί δεν ενεργούμε στην πραγματικότητα; Γιατί το μόνο που κάνουμε είναι να δειλιάζουμε και να τα παρατάμε με την πρώτη δυσκολία; Γιατί δεν προσπαθούμε με πράξεις και γιατί αφήνουμε τα λόγια να πάρουν την σκυτάλη; Γιατί δεν ενεργούμε όταν πρέπει; Γιατί χάνουμε ευκαιρίες, έτσι απλά; Ευκαιρίες. Κι αν μας δοθεί ποτέ ξανά η ευκαιρία για να αγκαλιαστούμε, θα με αγκάλιαζες; Κι αν ήταν η τελευταία φορά που με έβλεπες, τι θα μου έλεγες, άραγε; Κι αν τα ίδια τα λόγια δεν φτάνουν για να σου εκφράσω το πόσο σ’ αγαπώ, θα με άφηνες να χαράξω τις ίδιες λέξεις με άλλον τρόπο; Θα με άφηνες να σε αγγίξω με εκείνον τον τρόπο που συνήθιζα ή θα με έσπρωχνες μακριά σου; Θα με αγαπούσες ξανά απ’ την αρχή ή θα με ξεχνούσες; Θα νοιαζόσουν για μένα ή θα περνούσες από δίπλα μου σαν άγνωστη; Και μοιάζει μ’ ειρωνεία πως την μια μέρα μ’ αγαπούσες και την επόμενη με ξέχασες. Περνάνε, άραγε, οι έρωτες; Περνάνε τα συναισθήματα; Περνάνε οι ώρες και τα χρόνια, χωρίς εσένα; Συναισθήματα. Εγώ και το κενό. Οι αναμνήσεις πονάνε τα βράδια και το γεγονός πως πρέπει να πιώ για να φέρω ακριβώς στο νου μου το πρόσωπο σου, με σκοτώνει ολοένα και περισσότερο.
Ξεφύσησα, πιάνοντας το κεφάλι μου. Κουράστηκα εδώ και σχεδόν ένα μήνα να κρύβομαι πίσω από το δάχτυλο μου, λέγοντας πως «είμαι καλά», ενώ στην πραγματικότητα κάθε βράδυ να προσπαθώ να νιώσω έστω και για λίγο ευτυχισμένος. Έστω και για λίγο εκείνη η πλευρά του εαυτού μου, την οποία έχασα με την φυγή μου από την κόλαση.
Γιατί δεν είμαι ξανά ο ίδιος; Γιατί δεν είμαι εγώ;
Γιατί δεν είμαι ο εαυτός μου;

«Και ήταν σαν να έφευγες˙
με την φυγή σου οι πόρτες ήταν ορθάνοικτες
και τα παράθυρα έμοιαζαν με καθρέφτες,
-τα γυαλιά τους ήταν κοφτερά
που γέμισαν με το αίμα μου
σαν τα έσπασα-
το είδωλο μου φαινόταν σαν σκιά
κι ας ήμουν μόλις απέναντι τους.

Ξεχασμένες Αναμνήσεις Opowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz