Φεύγουμε

2.1K 258 67
                                    

«Δεν θα είναι τέλειο να πάμε όλοι στην ίδια πόλη;» έλεγε η Ελπίδα εκείνο το πρωινό, λίγους μήνες μετά το βράδυ στον σταθμό.

Βρισκόταν ξαπλωμένη στο στρώμα που είχαν βάλει στο μεγάλο σαλόνι του σπιτιού, πάνω σε τέσσερις παλέτες που είχαν βρει παρατημένες στο δρόμο, δημιουργώντας ένα αυτοσχέδιο κρεβάτι. Δίπλα της η Ζωή, με τα χέρια πίσω από το κεφάλι ονειρευτόταν ένα μέλλον με τον Χριστόφορο.

«Εγώ λέω να δηλώσουμε Αθήνα. Αν περάσουμε Θεσσαλονίκη θα πρέπει να πηγαινοερχόμαστε όπως ο Δημήτρης. Ενώ στην Αθήνα...»

«ΘΑ ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΙΣΟΥΜΕ.» φώναξε η Ελπίδα ενθουσιασμένη με την προοπτική αυτή.

Η Ζωή γύρισε στηρίζοντας το κεφάλι στο χέρι της και αντίκριζε το χαμογελαστό πρόσωπο της φίλης της.

«Δεν θα είναι υπέροχο; Εγώ εσύ, ο Χριστόφορος και ο Βύρωνας.»

«Ο Δημήτρης είναι Θεσσαλονίκη όμως.» είπε η σγουρομάλλα κοπέλα ελαφρώς απογοητευμένη,

«Ναι μα αν έχουμε δικό μας σπίτι στην Αθήνα θα μπορεί να έρχεται κι εκείνος τακτικά.» της υπενθύμησε η Ζωή θέλοντας να σκέφτεται μόνο ευχάριστα πράγματα. Δεν ήξερε γιατί, τον τελευταίο καιρό ένιωθε ένα ψυχοπλάκωμα να την βαραίνει. Μια αίσθηση επικινδυνότητας. Mια επερχόμενη αναταραχή. Ένα αίσθημα πως κάτι ερχόταν καταπάνω της βαρύ και απειλητικό.

«Θα είναι τέλεια.» φώναξε η Ελπίδα και αμέσως πετάχτηκαν και οι δυο, χοροπηδώντας πάνω στο στρώμα. Τα γέλια τους διέκοψε ο Χριστόφορος, που μπήκε στο χώρο κοπανώντας με δύναμη την πόρτα. Τα νεαρά κορίτσια σαστισμένα από την αγριότητα που εξέπεμπαν οι σφιγμένες γροθιές του και τα αλλοιωμένα χαρακτηριστικά του προσώπου του, σταμάτησαν τα χοροπηδητά και τον κοίταξαν επίμονα.

«Τι έχεις;» τόλμησε να ρωτήσει η Ζωή και τότε το βλέμμα του αγοριού μαλάκωσε και άφησε να φανεί η θλίψη του.

«Φεύγουμε.» απάντησε μετά από μια παρατεταμένη σιωπή, μα καμία από τις δυο δεν αντιλήφθηκε το νόημα των λέξεων του.

«Τι εννοείς; Που πάμε;» ρώτησε πάλι η κοπέλα.

«Όχι εσύ Ζωή. Εγώ και η Ελπίδα φεύγουμε. Ο πατέρας πήρε μετάθεση. Μετακομίζουμε στην Ρόδο.» απάντησε και η Ζωή έχασε με μιας το χρώμα από το πρόσωπο της. Τα γόνατα της λύγισαν, σαν να κουβαλούσε το κορμί της ένα ασήκωτο βάρος και σωριάστηκε όπως-όπως στο στρώμα.

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.
Ένας Επικίνδυνος ΈρωταςWhere stories live. Discover now