κάλπικη λίρα

1.7K 247 76
                                    

Έφτασε στο σπίτι. Έβαλε το κλειδί στην υποδοχή και άνοιξε τη βαριά πόρτα. Η μυρωδιά του καπνού και του αλκοόλ, έφτασε με ταχύτητα φωτός στα ρουθούνια της, φέρνοντάς της ζαλάδα. Κοντοστάθηκε με βήμα μετέωρο, διερωτώμενη  αν έπρεπε τελικά να μπει στο σπίτι. Η ανάμνηση μιας περασμένης φοράς που γύρισε και τον βρήκε να πίνει, ήρθε να της υπενθυμίσει, πως θα έπρεπε να βρίσκεται σε επιφυλακή. Μπήκε και τράβηξε την πόρτα απαλά πίσω της.

Προχώρησε αθόρυβα, χωρίς να ανάψει το φως. Η φωνή του Δημήτρη έφτασε στα αυτιά της. Τον είδε να κάθεται στο πάτωμα κοντά στο τζάκι. Έφερε στα χείλη του το τσιγάρο που κρατούσε και τράβηξε μια γερή τζούρα. Άφησε τον καπνό να βγει αργά από μέσα του.

«Είχες δίκιο... καλά τα έλεγες εσύ... Την αγαπάω μωρέ... καταλαβαίνεις;» τον άκουσε να λέει και προς στιγμή η Ζωή τα έχασε. Έριξε μια ματιά στο σημείο που έπεφτε το βλέμμα του άντρα, να δει αν μιλούσε με κάποιον άλλο. Δεν υπήρχε κανείς, οπότε θεώρησε πως την κατάλαβε που είχε επιστρέψει και ετοιμάστηκε να βγει από τις σκιές, να τον αντιμετωπίσει. Εκείνος ξέσπασε σε ένα γέλιο παράξενο, που έκανε τη Ζωή να μαρμαρώσει, τρομαγμένη στη θέση της.

«Α ρε Βύρωνα, το είπες, αλλά εγώ δεν άκουσα.» συνέχισε εξακολουθώντας να γελάει απόκοσμα. Υστερικά. Γέλιο που έβγαινε από τα χείλη ενός τρελού ανθρώπου, που η λογική και ο νους του είχαν σαλέψει. Η Ζωή παρέμεινε κρυμμένη στις σκιές, να παρακολουθεί το θέαμα και τον διάλογο του Δημήτρη με το φάντασμα του Βύρωνα.

«Την αγαπάω. Πάντα την αγαπούσα, μα ο Χριστόφορος ήταν πάντα εκεί... ανάμεσα μας... Όταν μετά το φιλί μας μου είπε να μείνουμε φίλοι, τρελάθηκα Βύρωνα. Τη ρώτησα... Ακόμα το θυμάμαι... αν δεν ήταν αυτός, θα μπορούσαμε να είμαστε κάτι παραπάνω; Κι εκείνη μου είπε, πως δεν θα το μαθαίναμε ... Μα εμένα αυτό δεν μου αρκούσε. Έπρεπε να τον ξεφορτωθώ, να την κρατήσω μακριά του. Δεν ξέρεις πόσο προσπάθησα... αυτή τη μετάθεση πόσο την πάλεψα...» είπε ο Δημήτρης και η Ζωή έφερε το χέρι στο στόμα. Το σφράγισε για να μην φωνάξει. Έκλαιγε. Το ένιωθε πως έκλαιγε, αλλά ήχο δεν έβγαλε από μέσα της. Αυτόν το διάλογο έπρεπε να τον ακούσει. Κάθε συλλαβή... Κάθε λέξη...

«Μετρούσα κάθε χάδι του πάνω της, κάθε φιλί που άφηνε στα χείλη της... Κάθε χαμόγελο και κάθε ερωτευμένη ματιά της. Η καρδιά μου μάτωνε, αλλά έμενα βράχος, να μην φανεί ο θυμός μου και το μίσος που ολοένα μεγάλωνε μέσα μου. Έπρεπε να τον ξεφορτωθώ. Παρακαλούσα τον πατέρα μου μέρες ολόκληρες, αλλά εκείνος δεν άκουγε. Ένα βράδυ γύρισα από το σταθμό και έσπασα όλο το σπίτι. Τίποτα δεν έμεινε όρθιο. Δεν άντεχα άλλο να τους βλέπω μαζί. Η μάνα τρόμαξε, ο πατέρας τα έχασε. Είχα πιει και δεν ήξερα τι έλεγα. Αν δεν κανόνιζε να φύγουν από το χωριό, θα γινόταν φονικό, τους είπα. Σαν το άκουσε η μάνα μου, δυο κουβέντες είπε και την επόμενη μέρα όλα είχαν κανονιστεί. Τι χαρά που έκανα, σαν μου μετέφεραν τα νέα. Έβλεπα να πονάει αυτός και χαιρόμουν. Τι λες;» ρώτησε το φάντασμα του Βύρωνα και συνέχισε. «Το ξέρω πως και η Ζωή πονούσε, μα ήταν μόνο γιατί νόμιζε πως τον αγαπούσε. Μια ευκαιρία χρειαζόμουν, για να της αποδείξω πως θα ήταν ευτυχισμένη μαζί μου. Μόνο μαζί μου. Και τα κατάφερα. Τον έδιωξα, αλλά η απόσταση δεν τους έβλαψε κι εγώ σκύλιαζα μέρα τη μέρα. Σαν έμαθα ότι ο Λαδόπουλος θα πήγαινε στη Ρόδο, του έταξα ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό, αν κατάφερνε να πείσει τον Χριστόφορο ότι είχα σχέση με τη Ζωή. Και τα κατάφερε το αλάνι, καλύτερα απ' όσο περίμενα...» γέλασε πάλι δυνατά, σατανικά...

Ένας Επικίνδυνος ΈρωταςWhere stories live. Discover now