Απουσία

1.8K 245 104
                                    

Οι μέρες περνούσαν και τόσο η Ζωή, όσο και ο Δημήτρης, είχαν συνηθίσει την παρουσία του Χριστόφορου, στην καθημερινότητα τους. Ήταν πολύ καλός στη δουλειά του και η βοήθεια του υπήρξε πολύτιμη.

Η Ζωή φρόντιζε να μην έχει πολλές επαφές με τον παλιό της φίλο, για να μην δίνει δικαιώματα στον σύντροφο της, να φαντάζεται πράγματα που δεν ευσταθούσαν. Ο Δημήτρης είχε τεντωμένες τις κεραίες του και παρακολουθούσε διακριτικά κάθε της κίνηση, φροντίζοντας πάντα να μην τον αντιληφτεί. Παραμόνευε σαν γεράκι για μια παράξενη ματιά, ένα κρυφό χαμόγελο. Οτιδήποτε μπορούσε να φανερώσει πως η κοπέλα ακόμα νοιαζόταν για τον Χριστόφορο. Τίποτα όμως δεν του έδινε αυτή την εικόνα. Συνεργαζόταν μαζί του άψογα, όπως έκανε με όλο το προσωπικό, χωρίς περιττές οικειότητες και λόγια. Πάντα μετρημένη και σοβαρή. Αυτό τον βοήθησε να χαλαρώσει σιγά-σιγά και η ζήλεια του άρχισε να υποχωρεί.

Ο δε Χριστόφορος, απολάμβανε την δουλειά του, την οποία λάτρευε. Όταν βρισκόταν με κάποιον ασθενή ξεχνούσε τα πάντα. Το μυαλό του καθάριζε από σκέψεις και επικεντρωνόταν στο πως θα βοηθούσε τον άνθρωπο που είχε μπροστά του. Ακόμα και η παρουσία της Ζωής στο πλάι του, παρά την αναστάτωση που του προκαλούσε σε γενικές γραμμές, δεν ήταν αρκετή να τον αποσπάσει από το καθήκον του.

Μα σαν βρισκόταν μόνος του, έκλεινε τα μάτια και ζωντάνευε την εικόνα της μπροστά του. Αντίκριζε το χαμόγελο της... γλυκό, αληθινό, βγαλμένο από την καρδιά της, που το χάριζε απλόχερα σε κάθε ασθενή τον οποίο αναλάμβανε να φροντίσει. Τα λακκάκια στα μάγουλά της έκαναν την εμφάνιση τους κι εκείνος άπλωνε το χέρι, θέλοντας να χαϊδέψει το σημείο, μόνο και μόνο για να αντιληφθεί πως δεν ήταν παρά ένα όραμα.

Αισθανόταν το άρωμα της να τον τυλίγει και άκουγε την φωνή της σαν μελωδία αγγελική, να ηχεί στα αυτιά του. Ανάσαινε τότε βαθιά, προσπαθώντας να ελέγξει τους χτύπους της καρδιά του, που έστηναν χορό για χάρη της.

Είχε ορκιστεί να μην αφήσει να τον επηρεάσει κι όμως δεν άντεξε να τηρήσει τους όρκους του. Την ποθούσε. Λαχταρούσε να την αγγίξει, να την κρατήσει στην αγκαλιά του. Ήθελε να γευτεί την γεύση της. Άραγε τα χείλη της ήταν το ίδιο απαλά με τότε; Μα πάνω από όλα πέθαινε, προκειμένου να διώξει εκείνη την μελαγχολία, που έβλεπε στα μάτια της. Θα σκότωνε για να της χαρίσει και πάλι την λάμψη της ανεμελιάς που κάποτε έκρυβαν μέσα τους. Είχε καταλάβει πλέον ότι το κορίτσι του είχε αλλάξει κι αν κάτι τον πονούσε, ήταν που εκείνος δεν ήταν εκεί για να την δει να αλλάζει. Γιατί εκείνος απουσίαζε και δεν γνώριζε τι ήταν αυτό που την έπλασε στην Ζωή του σήμερα. Δεκατέσσερα χρόνια...

Ένας Επικίνδυνος ΈρωταςWhere stories live. Discover now