1ο κεφαλαιο- Η ημερα του μνημοσυνου

234 62 50
                                    

Είχε περάσει κιόλας ένας χρόνος! Δεν το πίστευε κανεις... Ποιός θα μπορούσε να πιστέψει ότι ένα 16χρονο παιδί θα είχε σκοτωθεί επειδή απλά...αγάπησε! Δεν μπορούσε κανείς να αντιληφθεί τι αντίτιμο θα επέφερε ο θάνατος του στην υπόλοιπη οικογένεια. Σύντομα ομως θα το μάθαιναν και με το χειρότερο τροπο.
Η ημέρα του μνημοσύνου για το αδικοχαμένο αγόρι είχε φτάσει. Η μητέρα με δάκρυα στα μάτια άφηνε λουλούδια πάνω στο μνήμα του παιδιού της. Δεν μπορούσε ακόμα να αντιληφθεί οτι ο αγαπημένος της Αλέξης είχε φύγει απο την αγκαλιά της εδώ και έναν ολόκληρο χρόνο. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο πια. Κάθε μερα αναρωτιόταν: Γιατί; Γιατί στο παιδί μου..γιατί; Ο άντρας της της είχε σταθεί διπλα της όλον αυτον τον καιρό παρόλο που δεν ηταν ο πραγματικός πατέρας του Αλέξη. Ο πατέρας του είχε αφήσει αυτόν και την μητέρα του όταν ο Αλέξης ηταν μόλις 9 χρόνων.
Μετά από αρκετό δάκρυ που κύλησε πανω στο μνήμα του παιδιού, το μνημόσυνο είχε τελειώσει, οι συγγενείς είχαν φύγει και οι μόνοι που είχαν παραμείνει ηταν η Ευτυχία(η μητέρα του Αλέξη), ο Φίλιππος(ο πατριός του) και ο 17χρονος Ιόλαος, ο οποίος ηταν ο μεγάλος αδελφός του Αλέξη. Πέρασε μία, δύο, τρεις ώρες που καθόντουσαν και κοίταζαν απλά το μνήμα του αγαπημένου τους ονειροπολώντας στιγμές, όνειρα και φιλοδοξίες που είχαν μοιραστεί μαζι του. Οι αναμνήσεις ήταν η μόνη τους παρηγοριά και η σκέψη οτι το παιδί τους τώρα ζει σε έναν κόσμο γαλήνιο ήταν αρκετή για να τους δώσει λίγο κουράγιο και να καταφέρουν να σταθούν "όρθιοι".
Είχε έρθει η ώρα να γυρίσουν σπίτι. Δεν άντεχαν αλλο. Στο δρόμο του γυρισμού επικρατούσε μια απόλυτη σιωπή. Κανείς δεν είχε όμως το κουράγιο να μιλήσει. Οι δρόμοι τους χώρισαν με το που έφτασαν στο σπίτι τους. Ο Ιόλαος ανέβηκε στο δωμάτιο του, κλειδώνοντας την πόρτα του ώστε να μην τον ενοχλήσει κανεις, ο Φίλιππος κατευθύνθηκε προς το γραφείο του και τέλος η πολυ-βασανισμένη μητέρα πήγε στην κουζίνα για να φροντίσει για το δείπνο τους.
Μετά από περίπου μιάμιση ώρα η Ευτυχία τους φώναξε να έρθουν στο τραπέζι για να δειπνήσουν όλοι μαζί και ως δια μαγείας εκείνοι ήρθαν αμέσως μόλις τους φώναξε -πράγμα που δεν συνήθιζε κανένας από τους δυό τους-. Στο τραπέζι επικρατούσε πάλι αυτή η αναμφιβόλως άβολη ησυχία, την οποία ειπε να διακόψει ο Ιόλαος. "Θέλω να κάνω μεταγραφή στο σχολείο του Αλέξη" είπε. "Θέλω να τελειώσω την τελευταία χρόνια του λυκείου εκεί" συνέχισε. Η έκπληξη στα μάτια της μητέρας του φαινόταν και ο δισταγμός σχηματισμένος στα χείλια της ηταν ολοφάνερος. Κανείς όμως δεν μίλησε. Ήξεραν οτι ο Σεπτέμβριος ηταν μόλις δυο εβδομάδες μακριά και η επιθυμία του παιδιού τους ίσως τους προκαλούσε προβλήματα. Δεν μπορούσαν όμως να του χαλάσουν χατίρι ειδικά μετά από όλα αυτά που είχε περάσει.

Θα υποκύψουν τελικά στην επιθυμία του Ιόλαου; Και αν ναι, πως θα ξεκινήσει η καινούργια χρόνια γι'αυτόν; Όλα στο επόμενο κεφάλαιο!

✨Τι μου κρύβεις;✨ Where stories live. Discover now