3ο κεφάλαιο- Νέα μέρα,Νέο Σχολείο

133 46 26
                                    

    Είχε φτάσει η μέρα. Είχε φτάσει η μέρα που η Ευτυχία έτρεμε. Η πρώτη μέρα στο καινούργιο σχολείο του Ιόλαου. Συνήθως η πρώτη μέρα στο σχολείο ήταν ένα χαρμόσυνο γεγονός (για τους γονείς), επειδή τα παιδιά τους έμπαιναν επιτέλους σε ένα τακτικό πρόγραμμα μετά απο μήνες χαλάρωσης και ξεγνοιασιάς. Για την Ευτυχία τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά...
     Ο Ιόλαος είχε σηκωθεί πολύ πρωί καθώς η αγωνία και το άγχος της μητέρας του τον είχε καταβάλλει, ενώ ο ίδιος έλεγε και ευελπιστούσε η απόφαση του να έκρυβε μια καινούργια αρχή γεμάτη ευχάριστες εκπλήξεις. Όμως δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι τον περίμενε...
     Προτού φύγει από το σπίτι του φρόντισε να δώσει μια ζεστή και καθησυχαστική αγκαλιά στην μητέρα του η οποία δεν έλεγε να τον αφήσει να πάει πουθενά. Όταν ο ίδιος κατάφερε επιτέλους να την πείσει να τον αφήσει να φύγει ξεκίνησε περπατώντας  για το σχολείο, το οποίο απήχε λίγα λεπτά μακριά από το σπίτι του.
      Ένιωθε πολύ παράξενα. Είχε συνηθίσει στο δρόμο για το σχολείο να είναι με τους φίλους του, τον Κώστα και τον Δημήτρη, οι οποίοι ήταν τελείως αντίθετοι με την απόφαση του να αλλάξει σχολειο. Ο Ιόλαος προσπάθησε να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να μην περάσει μέσα από το πάρκο, όπου σύχναζε κάθε μερα ο αδελφός του και ήταν και το μερος όπου βρέθηκε το πτώμα του. Δεν τα κατάφερε. Εκεί που το διέσχιζε πέρασε και το παγκάκι όπου καθόταν ο αδελφός του και η παρέα του και παρατήρησε ότι το όνομα του ήταν ακόμη χαραγμένο πάνω του. Δεν κατάφερε να συγκρατήσει τα εκατομμύρια δάκρυα που πάσχιζαν να βρουν μια έξοδο απο τα μάτια του. Τα σκούπισε γρήγορα με το μανίκι του και συνέχισε να περπατάει με πιο γρήγορο ρυθμό κατευθυνόμενος προς το νέο του σχολείο.
    Όταν είδε την είσοδο, προχώρησε μέσα στο προαύλιο για να καταλήξει στο κεντρικό χώρο του σχολείου. Ένιωθε μόνος. Πιο μόνος από ποτέ. Έβλεπε όλα τα παιδιά με το που έμπαιναν να τους περιμένει η παρέα τους και να αρχίζουν να λένε τα νέα από το καλοκαίρι τους. Μετά από περίπου 5 λεπτά χτύπησε ευτυχώς το κουδούνι του σχολείου καλώντας όλους τους μαθητές να προσέλθουν στην κεντρική είσοδο του σχολείου για να αρχίσει ο αγιασμός και η κατανομή των μαθητών σε τάξεις. Εφόσον ο Ιόλαος ήταν ήδη εκεί που έπρεπε να πάνε ολοι οι μαθητές, δεν κουνήθηκε και έμεινε να βλέπει πλήθος μαθητών να έρχονται προς το μερος του. Ξαφνικά είδε και τον διευθυντή του σχολείου να ξεπροβάλλει, τον αναγνώρισε, θυμήθηκε πόσες φορες είχε φωνάξει αυτόν και την μητέρα του για να λάβουν γνώση όσον είχε κανει ο μικρός του αδελφός. Όλοι γνώριζαν τον Αλέξη ως την ψυχή της παρέας, τον ταραχοποιό και αυτόν που τον αγαπούσαν όλοι.
    Αφού έγινε ο αγιασμός, ήταν ώρα να τους χωρίσουν σε τάξεις. Το επίθετο του Ιόλαου άρχιζε απο Π οπότε έπρεπε να περιμένει λίγο. Έβλεπε αγόρια και κορίτσια είτε να χαίρονται είτε να λυπούνται που μπήκαν ή δεν μπήκαν στην ίδια τάξη με τους φίλους τους. Εκείνος δεν είχε κάποια ιδιαίτερη προτίμηση εφόσον δεν γνώριζε κανέναν. Ώσπου ξαφνικά, αναγνώρισε κάτι άτομα... Κάτι του θύμιζαν... Αργότερα κατάλαβε, ακούγοντας τα ονόματα τους, ότι ήταν οι φίλοι του αδελφού του. Σε λίγο, ήρθε η σειρά του. Η τάξη που τον έβαλαν ήταν το Γ'3 και μάλιστα ήταν στη ίδια ταξη με έναν από τους φίλους του αδελφού του, τον Θανάση. Ο Θανάσης ήταν ένα παιδί χαμηλών τόνων, χωρίς να έχει δώσει ποτέ δικαιώματα.
    Το αστείο είναι οτι κατέληξαν στο ίδιο θρανίο! Ο Ιόλαος παρέμεινε σιωπηλός χωρίς να θέλει να συστηθεί στο διπλανό του. Τον έβλεπε οτι τον κοιτούσε εξονυχιστικά, προσπαθώντας να καταλάβει μάλλον από που τον θυμόταν... Όταν έφτασε η ώρα να συστηθούν σε όλη την τάξη, ο Ιόλαος είπε το όνομα και το επίθετο του. Με το που είπε το επίθετο του, είδε όλους τους συμμαθητές του να ψιθυρίζουν όλοι μεταξύ τους. Και η καθηγήτρια σώπασε για λίγα λεπτά και μετά αφού βρήκε το κουράγιο, του έδωσε τα συλλυπητήρια της. Όταν συστήθηκαν όλοι και χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα (θα έκαναν 2 ώρες, την μία για να συστηθούν και την άλλη για να πάρουν τα βιβλία τους) ο Ιόλαος βγήκε έξω από την τάξη παρατηρώντας τον Θανάση που ερχόταν κατά πόδας προς το μέρος του.
    Όταν τον έφτασε, τον ρώτησε "Είσαι ο αδελφός του Αλέξη;" Ο Ιόλαος μη έχοντας το κουράγιο να μιλήσει, κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. "Με θυμάσαι έτσι; Κάναμε παρέα με τον αδελφό σου... " είπε ο Θανάσης προσπαθώντας να πιάσει συζήτηση μαζί του. "Ναι, σε θυμάμαι" απάντησε ο Ιόλαος. Προτού προλάβει να μιλήσει ο Θανάσης, είδε τον Ιόλαο να έχει στρέψει το βλέμμα του και να κοιτάει ένα κορίτσι. Οι ματιές ήταν καυτές και ο καθένας θα μπορούσε να το καταλάβει.
    Ο Ιόλαος είχε σαστίσει! Πρώτη φορα έβλεπε ένα κορίτσι με τόση αγνή ομορφιά να πηγάζει από μέσα της! Είχε υπέροχα καταπράσινα μάτια, χιονόλευκο δέρμα και μακριά κάστανα μαλλιά που τύλιγαν τον σώμα της, όπως το φίδι τυλίγει το θήραμα του... Ο Ιόλαος κατάφερε να πάρει τα μάτια του από πάνω της για λίγα μόνο δευτερόλεπτα για να ρωτήσει τον Θανάση ποιά είναι αυτή η υπέροχη πανδαισία που ξετυλίχτηκε μπροστά στα μάτια του. Ο Θανάσης αποκρίθηκε πως το όνομα της είναι Αλίκη και πως είναι στο Γ'2. Όταν όμως το κορίτσι είδε τον Ιόλαο να μιλάει με τον Θανάση  άρχισε να τρέχει όσο πιο μακριά μπορούσε. Ο Ιόλαος προσπάθησε να την ακολουθήσει αλλά ο Θανάσης δεν τον άφησε λέγοντας του πως είναι καλύτερα να μείνει μακριά της.

Γιατί; Ποια είναι πραγματικά αυτή η μυστηριώδης κοπέλα και πόσο επικίνδυνη μπορεί να αποδειχτεί για τον Ιόλαο; Όλα στο τέταρτο κεφάλαιο!

✨Τι μου κρύβεις;✨ Unde poveștirile trăiesc. Descoperă acum