6ο κεφάλαιο- Εφιάλτες

98 34 38
                                    


    Εκείνο το βράδυ ο Ιόλαος δεν μπορούσε να κοιμηθεί με τίποτα. Γύριζε και στριφογύριζε συνέχεια στο κρεββάτι του. Σκεφτόταν όλα αυτά που του είχε αποκαλύψει ο Θανάσης το απόγευμα. Δεν μπορούσε να αντιληφθεί οτι είχαν γίνει τόσα πράγματα τον περασμένο χρόνο και αυτός δεν είχε καταλάβει απολύτως τίποτα! Λυπόταν...λυπόταν που δεν στάθηκε δίπλα στον αδελφό του, που δεν ήταν εκεί να τον συμβουλέψει, να του πει την γνώμη του και να τον αποτρέψει να μπλέξει ακόμα περισσότερο... Δεν ήταν εκεί γι'αυτόν όταν έπρεπε και όταν εκείνος τον χρειαζόταν. Δεν του στάθηκε σαν μεγαλύτερος αδελφός. Κάθε λεπτό που περνούσε, φάνταζε αιώνας γεμάτος τύψεις και ενοχές γι'αυτόν, δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι τον έχασε και δεν προλάβαν να μοιραστούν τις τελευταίες στιγμές μαζί. Μετά από τρεις ώρες που δεν έλεγε να τον πάρει ο ύπνος με τίποτα επιτέλους απαλλάχθηκε προσωρινά από τα βάσανα του και κατάφερε να κλείσει για λίγο τουλάχιστον τα μάτια του.
    Το επόμενο πρωί, καθώς δεν είχε σχολείο γιατί ήταν Σάββατο, η μητέρα του δεν τον ξύπνησε και τον άφησε να κοιμηθεί μέχρι τις μεσημεριανές ώρες, πιστεύοντας ότι χρειαζόταν ξεκούραση, εφόσον χθες το βράδυ είχε γυρίσει αργά. Όταν πήγε περίπου 15:30 μμ αποφάσισε να πάει στο δωμάτιο του να τον ξυπνήΣει εφόσον είχε ετοιμάσει ήδη το μεσημεριανό τους δείπνο και έπρεπε να κατέβει να φάνε. Ανέβηκε τις σκάλες, πήγε στο δωμάτιο του και χτύπησε πριν μπει. Χτύπησε μία, δύο, τρεις φορές. Κανείς δεν απαντούσε. Μπήκε γρήγορα μέσα προφανώς ανήσυχη και το θέαμα που αντίκρισε την άφησε με το στόμα ανοιχτό! Τα σεντόνια ήταν στρωμένα, το δωμάτιο ήταν τακτοποιημένο αλλά παραδόξως κανείς δεν βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο! Χρειάστηκε λίγα δευτερόλεπτα για να αντιληφθεί ότι ο Ιόλαος το είχε σκάσει. Μα που να είχε πάει; Πότε έφυγε και δεν τον πήρε είδηση κανείς; Που να είναι τώρα; Είναι με παρέα ή είναι κάπου μόνος του; Πως θα τον βρω; Αυτές ήταν λίγες από τις χιλιάδες σκέψεις που κατέκλυζαν το μυαλό της Ευτυχίας εκείνη τη στιγμή. Αμέσως κατέβηκε γρήγορα κάτω να ειδοποιήσει τον άντρα της ο οποίος ήταν έτοιμος να πάει στη δουλειά του. Ευτυχώς τον πρόλαβε στην πόρτα και εφόσον του είπε ολα όσα είχε δει, εκείνος αποφάσισε να πάρει μια μέρα άδεια από την δουλειά του μόνο και μόνο για να μην αφήσει την Ευτυχία να το περάσει και αυτό μόνη της.
     Ξεκίνησαν  λοιπόν την αναζήτησή του γιου τους. Τον πήραν άπειρα τηλέφωνα στα οποία δεν απάντησε κανείς. Επίσης σκέφτηκαν να πάρουν όλους τους φίλους του από το παλιό του σχολείο αλλά όλοι απάντησαν ότι είχαν να ακούσουν νέα από αυτόν από το καλοκαίρι. Είχε χάθει από προσώπου γης. Άρχισε να βραδιάζει και τότε η αγωνία της μητέρας (ειδικά) άρχισε να κορυφώνεται! Τα χειρότερα σενάρια περνούσαν από το μυαλο της και πολύ φοβόταν ότι θα τον χάσει... Δεν άντεχε να τον χάσει... Δεν άντεχε να χάσει και τους δυο της γιούς, τους δυο ήλιους της, μέσα σε έναν μόλις χρόνο. Το θεωρούσε αβάσταχτο!
    Είχε χάσει κάθε ελπίδα που της ειχε απομείνει, ώσπου δέχτηκε ένα τηλεφώνημα. Η αστυνομία ήταν. Αφού ταυτοποίησε οτι επρόκειτο για τον γιο της, την κάλεσαν να παρουσιαστεί στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής τους για να παραλάβει τον γιο της. Τρέχοντας σχεδόν πήγε στο τμήμα όπου είδε τον γιο της σε άσχημη κατάσταση. Όχι εξωτερικά, δηλαδή δεν είχε τραύματα ούτε πληγές. Το ύφος του μόνο πρόδιδε πολλά. Αφού τον είδε και σιγούρεψε ότι είναι καλά την κάλεσε ο αστυφύλακας στο γραφείο του για να μιλήσουν....

✨Τι μου κρύβεις;✨ Where stories live. Discover now