mad world

3.6K 271 2
                                    

Ένιωθα εξαντλημένη. Δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου. Ανάσαινα κανονικά όμως δυσκολευόμουν αρκετά. Άνοιξα ελάχιστα τα μάτια μου και το μόνο που μπορούσα να διακρίνω ήταν τους βαμμένους άσπρους τοίχους του δωματίου. Αφού η όραση μου επανήλθε κανονικά κατάλαβα πως βρισκόμουν σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Πανικοβλήθηκα και παρατηρούσα τους παλμούς μου να ανεβαίνουν. Τότε χαλάρωσα και ξάπλωσα πάλι αναπαυτικά στο κρεβάτι του νοσοκομείου.

Πέρασαν κάτι λεπτά μέχρι που δύο γιατροί και μια νοσοκόμα μπήκαν μέσα και ήρθαν πάνω από το κεφάλι μου.
"Λοιπόν Ζωή πως νιώθεις?" Με ρώτησε ο ένας μα εγώ δεν μπορούσα να απαντήσω.
"Κατάλαβα. Λοιπόν. Θα σου βγάλω τα μηχανήματα αλλά θα μου υποσχεθείς κάτι. Από εδώ και πέρα τέρμα το τσιγάρο και δεν θα στενοχωριέσαι. Δεν είπα τίποτα στους γονείς σου για το τσιγάρο όμως αν συνεχιστεί θα το μάθουν να ξέρεις." Πάει με πιάσανε. Ε όχι που θα γλίτωνα. Πλησίασε πιο πολύ και μου έβγαλε αργά τους σωλήνες από το στόμα. Στην αρχή δυσκολεύτηκα να αναπνεύσω όμως μετά επανήλθα.
"Θα σου δώσω κάτι σωληνάκια και θέλω να τα παίρνεις κάθε φορά που θα νιώθεις πως δεν μπορείς να αναπνεύσεις με ευκολία κατάλαβες?" Είπε στην συνέχεια και εγώ έγνεψα. Πήγαμε στο γραφείο του αφού πέρασα μπροστά από τους γονείς μου. Κοιμόντουσαν και δεν κατάλαβαν τίποτα.

Αφού μου έδωσε τα σωληνάκια και μου μίλησε για λίγο πήγα στους γονείς μου. Είχαν ξυπνήσει και ήταν και οι δύο ανήσυχοι. Πλησίασαν και μόλις με είδαν έτρεξαν και με αγκάλιασαν.
"Ζωή μου πως είσαι?" Ρώτησε απευθείας ο πατέρας μου αφού μου είχε μια μεγαλύτερη συμπάθεια.
"Καλύτερα." Είπα και η μητέρα μου ήρθε κοντά μου και με κοίταζε.
"Λοιπόν θα πάμε σπίτι τώρα και..." άρχισε να πει όμως την διέκοψα.
"Τι εννοείς θα πάμε?" Είπα με σηκωμένο τον τόνο της φωνής μου περισσότερο από ότι θα έπρεπε. Αμέσως το μετάνιωσα και ηρέμησα.
"Θα πάμε και θα έρθεις και εσύ. Μετά από αυτό που έγινε δεν πας ξανά κατασκήνωση. Άντε σου φεξε."
"Όχι όχι όχι. Εγώ θα πάω κατασκήνωση." Με κοίταξαν και οι δύο με απορία και ο πατέρας μου άρχισε να μου μιλάει.
"Ζωή ακόμη κι αν θες τώρα να πας κατασκήνωση δεν γίνεται. Δεν είσαι στην κατάσταση..."
"Ποια κατάσταση ανάπηρο είμαι? Τι έτσι θα με αντιμετωπίζετε τώρα δηλαδή?" Κοιταζοντουσαν μεταξύ τους χωρίς να βγάζουν άκρη, ανήξεροι τι να απαντήσουν. Η μητέρα μου με αγκάλιασε και γύρισε προς τον πατέρα μου. Μετά από λίγη κουβέντα και διαφωνίες μεταξύ τους η μάνα μου με κοίταξε και ανακοίνωσε. 
"Καλά ας γυρίσει απλά θα τους πούμε να την προσέχουν λίγο παραπάνω." Α κατάλαβα, θα έχω και σωματοφύλακες?
"Αφού το λέει και η μητέρα σου εντάξει αλλά θα προσέχεις και όχι βλακείες." Δέχτηκε τελικά και εκείνος και πήγαμε μαζί προς το αμάξι. Με μετέφεραν στην κατασκήνωση και όταν φτάσαμε μου μίλησαν και με συμβούλεψαν για κάποια πράγματα. Εγώ πήρα τα πράγματα μου και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιο μου.

Η Κατασκήνωση... Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα