«Είναι νεκρός!»

88 22 31
                                    

Είχα βγει εκτός σπιτιού για τον καθιερωμένο, απογευματινό μου περίπατο. Είχα θέσει στόχο να χάσω κάποια περιττά κιλά μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, οπότε ακόμη κι ένας ολιγόλεπτος περίπατος συνέβαλε σημαντικά στην επίτευξη του στόχου μου.        
Περπατούσα ήδη για σαράντα πέντε περίπου λεπτά φορώντας τα λευκά ακουστικά στ'αυτιά μου και σιγοτραγουδώντας τους στίχους του αγαπημένου μου τραγουδιού. Το «Demons» των Imagine Dragons ηχούσε στο μυαλό μου υπενθυμίζοντάς μου πως οφείλω να μάχομαι τους δαίμονές μου καθημερινά, να μην τους επιτρέπω να με νικούν, όταν ένα δυνατό ουρλιαχτό κάλυψε την μουσική τρομάζοντάς με. Έστρεψα το βλέμμα μου προς τα αριστερά, απ'όπου προερχόταν η ταραγμένη φωνή. Αντίκρυσα την κυρία Άννα, την μητέρα του καλού φίλου μου Χάρη, να ουρλιάζει απεγνωσμένα στηριζόμενη από την σιδερένια κουπαστή του γκρίζου μπαλκονιού του σπιτιού της. Έβγαλα βιάστηκα τα ακουστικά και, αφού έλεγξα προσεκτικά τον δρόμο για κινούμενα οχήματα, τον διέσχισα βιαστικά κατευθυνόμενη προς το σπίτι του Χάρη. 

    Καθώς πλησίαζα, διέκρινα καλύτερα την μητέρα του να σπαράζει κλαίγοντας με λυγμούς έχοντας καθίσει στο ξύλινο πάτωμα του μπαλκονιού της. Άνοιξα την σιδερένια εξώπορτα δίχως να περιμένω την άδεια οποιουδήποτε και εισήλθα γρήγορα στην αυλή του διώροφου σπιτιού. Πλησίασα ανήσυχη την κυρία Άννα και έσκυψα στο ύψος της επιδιώκοντας οπτική επαφή μαζί της. 

    «Κυρία Άννα, τι τρέχει;», απόρησα τρομαγμένη αντικρύζοντα το αναψοκοκκινισμένα, μουδιασμένο πρόσωπο και τα κόκκινα, κλαμμένα ματιά της πενηντάχρονης γυναίκας. Μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία μου, έστρεψε το βλέμμα της πάνω μου και με κάρφωσε με τα ανησύχα μάτια της• το βλέμμα της είχε σκοτεινιάσει.

    Προσπάθησα να την καθησυχάσω χαϊδεύοντας απαλά τα ξανθά μαλλιά της που έπεφταν απαλά στους γερμένους ώμους της. Με την άκρη του ματιού μου διέκρινα την παχουλή φιγούρα του κύριου Γιώργου, ενός φαλακρού, γενναιόδωρου γείτονα του Χάρη, να διασχίζει τον δρόμο πλησιάζοντάς μας. 

    «Ο Χάρης», ψέλλισε τραυλίζοντας η κυρία Άννα κάνοντας την καρδιά μου να πάλλεται γρηγορότερα κι εντονότερα έτοιμη να πεταχτεί από το στήθος μου. «Είναι νεκρός», τραύλισε ξεσπώντας σε εντονότερο λυγμούς. Τα μάτια μου γούρλωσαν, ένιωσα τις αισθήσεις μου να με εγκαταλείπουν στον άκουσμα της φρικιαστικής είδησης, αλλά τις απέτρεψα πασχίζοντας να συνέλθω. 

    «Άννα, Δανάη, τι συμβαίνει;», απόρησε με ειλικρινές ενδιαφέρον ο κύριος Γιώργος, ο οποίος στο μεταξύ είχε εισέλθει στην αυλή. Έστρεψα το ταραγμένη βλέμμα μου στην μεριά του και τον είδα να τρομάζει. Η έντονη επιθυμία μου να διαπιστώσω την ισχύ αυτού του γεγονότος με κατέκλυσε. Σηκώθηκα γρήγορα από την σκυφτή μου στάση δίπλα στην κυρία Άννα και κατευθύνθηκα τρέχοντας προς δωμάτιο του Χάρη. Δεν έλεγχα τις κινήσεις μου, κινιόμουν μηχανικά, σαν μια πλαστική μαριονέτα δεμένη από λεπτές, διάφαμες κλωστές. Ανέβηκα την δρύινη σκάλα νιώθοντας ένα δάκρυ να κυλά από τα μάγουλά μου. Έστριψα γρήγορα δεξιά και μπήκα, από την ανοιχτή πόρτα, στο δωμάτιο του φίλου μου. 

    Τα μάτια μου πλανήθηκαν στο εσωτερικό του δωματίου, όταν με φρίκη κατάλαβα πως ο Χάρης ήταν όντως νεκρός, επιβεβαιώνοντας τα λεγόμενα της μητέρας του. Αντίκρυσα το αδύνατο σώμα του να κείτεται νεκρό στην δερμάτινη καρέκλα του γραφείου του, όπου ήταν καθισμένος προτού ακολουθήσει το ειδεχθές γεγονός. Πλησίασα κοντά του• ήμουν σχεδόν ένα μέτρο μακριά του όταν ένιωσα τα γόνατά μου να λυγίζουν. Προσγειώθηκα άτσαλα στο έδαφος δίπλα του κι ένιωσα τα μάτια μου να πλημμυρίζουν δάκρυα, τα οποία σύντομα άρχισαν να κυλούν κατά μήκος των μάγουλών μου και να καταλήγουν στο παγωμένο πάτωμα, δημιουργώντας μια μικρή λίμνη. Το βλέμμα μου παρέμενε καρφωμένο στον γυμνόστηθο φίλο μου που κειτόταν, ξαφνικά, νεκρός μπροστά μου. 

    Διέκρινα πέντε βαθιές ουλές στο στήθος του, που είχαν πιθανώς προκληθεί από μαχαίρι. Έμοιαζαν γραμμικές, λες και σχημάτιζαν κάποιο γεωμετρικό σχήμα ή ένα μαθηματικό σύμβολο, ωστόσο το μυαλό μου είχε θολώσει, αποτρέποντάς με από περαιτέρω σκέψεις και διαπιστώσεις• ένιωθα λες και το μόνο όργανο του οργανισμού μου που δεν με είχε εγκαταλείψει ήταν τα μάτια μου, που επέμεναν να σκανάρουν ακόρεστα τον χώρο γύρω τους. 

    Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στα ερμητικά κλειστά βλέφαρα του Χάρη, που είχαν σφραγίσει για τελευταία φορά κρύβοντας τις άλλοτε γαλανές λιμνούλες των ματιών του. Η διαπίστωση πως δεν θα ξανά αντίκρυζα εκείνα τα πανέμορφα, εκφραστικά ματιά, που πάντοτε χαμογελούσαν αναγκάζοντάς με να τα μιμηθώ, με χτύπησε δυνατά προκαλώντας μου νέο κύμα δακρύων• τα μάτια μου είχαν μετατραπεί σε πηγές αστείρευτων δακρύων.

    Ένα ερώτημα βασάνιζε ακατάπαυστα το μυαλό μου: ποιος πραγματοποίησε ένα τόσο ειδεχθές, αποτρόπαιο έγκλημα; Γιατί κάποιος να θέλει να αφαιρέσει την ζωή, το σημαντικότερο και αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ανθρώπου, από ένα δεκαπεντάχρονο παιδί; Γιατί;

Μέσα από τις λέξεις Where stories live. Discover now