2ο - 1900 μέρος β'

156 20 34
                                    

Έξω από το σπίτι του Ιορδανίδη είχε μαζευτεί κόσμος πολύς και περίμενε με αγωνία τα νέα για το επόμενο τέκνο του Καλλικράτη. Η Καρτερή, αφού γνώριζε μετά από τρεις γέννες τι την περίμενε δεν είχε κανένα απολύτως άγχος. Αντίθετα ήταν ενθουσιασμένη και ανυπομονούσε να δει επιτέλους αν το τέταρτο παιδί της θα είναι το κοριτσάκι που λαχταρούσε. Οι πόνοι της ήταν αφόρητοι και ένιωθε πως η κοιλιά της θα εκραγεί. Η βοήθεια της Παρασκευής ήταν πολύτιμη. Η Παρασκευή ήταν μια από τις καλύτερες φίλες της Καρτερής. Μαμή, μαγείρισσα, καθαρίστρια, βοηθός παντού και πάντα. Όταν εγκαταστάθηκε από τη Πόλη στη Σαμψούντα με τον άνδρα της, Αβραάμ Παταχουρίδη και τον γιο τους Κλέων, έχοντας χάσει όλη τη περιουσία τους από Τούρκους αξιωματικούς, ο Καλλικράτης ήταν εκείνος που τους βοήθησε, τους έδωσε δουλειά, κουράγιο και ελπίδα να συνεχίσουν τη ζωή τους με τον επτάχρονο Κλέων. Η στέγη ήταν μέσα στο σπίτι του Ιορδανίδη. Ναι. Ζούσαν μαζί όλοι τους, αρμονικά και χωρίς εντάσεις. Ο Καλλικράτης, η Καρτερή, ο Ιεροκλής, ο Νικηφόρος, ο Σωκράτης, ο Αβραάμ, η Παρασκευή και ο Κλέων. Το σπίτι ήταν ένα από τα πιο μεγάλα του χωριού, οπότε υπήρχε η απαιτούμενη άνεση. Έτσι, είχαν ακόμα έναν αδερφό, που μπορεί να ήταν φίλος αλλά τόσα χρόνια κοντά τους ήταν σαν αδερφός. Ο Κλέων ήταν πιο κοντά ηλικιακά με τον Νικηφόρο αλλά ο Σωκράτης ήταν η αδερφή ψυχή του. Μπορεί να είχαν τρία τέσσερα χρόνια διαφορά, όμως μόνο ο Σωκράτης όταν ήταν μικρά ασχολούνταν μαζί του και έπαιζαν ο,τι ο Κλέων ήθελε. Ως μεγαλύτερος τον «χειραγωγούσε» στα παιχνίδια. Τον Σωκράτη δεν τον πείραζε. Τον ενδιέφερε να είχε έναν φίλο αφού οι άλλοι ως μεγαλύτεροι είχαν δουλειές και τα κατάφερε.
Η Καρτερή κρατούσε τα σεντόνια του κρεβατιού με δύναμη και τα ιδρωμένα της χέρια έτρεμαν από τον πόνο. Άκουγε φωνές από τους συγχωριανούς της και έπαιρνε κουράγιο. Η Παρασκευή, χρησιμοποιώντας τα χέρια της, ψηλάφιζε το κάτω μέρος της κοιλιάς της για να καταλάβει αν ήταν η ώρα να έρθει στη ζωή το βρέφος.

- Έρχεται τ' αρχοντοπούλλιν σου δάσκαλε! Λέει η Παρασκευή. Όλοι τους αγκαλιάστηκαν και ευχήθηκαν στην οικογένεια. Η Παρασκευή μπήκε ξανά μέσα στη κάμαρη βαστώντας ένα κουβά με ζεστό νερό που είχε ετοιμάσει από πριν. Ο Καλλικράτης έπινε ρακί με τον Αβραάμ και τον παπά Τιμόθεο. Ανά καιρούς πήγαινε στους υπόλοιπους καλεσμένους και τους κερνούσε με καλούδια. Την ίδια στιγμή από τη πόρτα έρχεται ο Νικηφόρος με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Μπήκε παραστατικά μέσα και είπε:
- Δέτε ποίον έφερα! Φώναξε. Τότε εμφανίστηκε από το πουθενά ο Ιεροκλής. Ο Ιεροκλής βρισκόταν για οκτώ μήνες στη Τραπεζούντα για επαγγελματικές δουλειές. Η Καρτερή ήταν εκείνη που παρακίνησε τον Ιεροκλή να ασχοληθεί με την νομική. Ήξεραν καλά, ως Έλληνες του Πόντου, τι πάει να πει αδικία και έπρεπε κάποιος να φροντίσει για αυτόν.
- Ντο εφτάετε συγχωριανοί!; Ρώτησε πρόθυμα. Ο Καλλικράτης σηκώθηκε και τον αγκάλιασε μετά από καιρό. Ο Νικηφόρος βρήκε μια θέση ελεύθερη δίπλα στην Αρετή και κάθισε εκεί. Φτερούγιζε η καρδιά της κάθε φορά που τον έβλεπε να τη πλησιάζει. Αχ και να μπορούσε να περάσει λίγες ώρες μαζί του. Τον βλέπει μονάχα όταν κάτι συμβαίνει στο χωριό ή όταν τη στέλνουν να ενημερώσει κάποιον από την οικογένεια για κάτι ασήμαντο. Πράγμα που σημαίνει ότι όταν εκείνη πηγαίνει στο σπίτι τους, αυτός είναι στο καφενείο.
- Ντο έχ'ς Αρετούλα;
- Τίποτα.
- Δε χαίρεσαι που θα έχομεν έναν έμορφον μωρό αδά; Τη ρώτησε. Εκείνη ήθελε τόσο πολύ να του μιλήσει για τα συναισθήματά της αλλά φοβόταν πολύ. Δεν ήθελε να χαλάσει την όμορφη και τρυφερή σχέση που είχαν δημιουργήσει.
- Χαίρομαι.
- Κεν φαίνεται. Πες μου ντο έγινε. Μπορώ να σε βοηθήσω ίσως.
- Έχεις ορεκχθεί ποτέ ότι θες να ορκιτεύτ'ς για κάτι τόσο πολύ σε κάποιον και τελικά να μη σου βγαίνει; Να αγωνίσκουσαι αλλά να σε κρατά κάτι πίσω. Αναρωτήθηκε. Πίστευε πως εκείνη τη στιγμή ο Νικηφόρος θα καταλάβαινε αλλά το πήρε...αλλιώς.
- Πως βέβαια. Όταν ενώ είχα για πατέρα τον δάσκαλο του χωριού φοβούμουν να του ορκέψω ότι κεν έγναφα από γράμματα. Ποίος να το έλεγε πως θα είχα το καφενείο. Ο ένας δάσκαλος, ο μεγάλος γραμματιζούμενος, ο αγουρίτζης μέλλον γαιοκτήμονας και γω καφετζής. Η ντροπή του σογιού! Είπε γελώντας και χαχανίζοντας. Η Αρετή γελούσε με τη ψυχή της όταν έλεγε τέτοια ο Νικηφόρος. Άλλος ένας λόγος να τον αγαπά.
- Ναι δεν εννοούσα... πρόλαβε να πει αλλά ο Νικηφόρος τότε σηκώθηκε από τη θέση του και εξαφανίστηκε στο κενό λέγοντάς της πως θα επιστρέψει σε λίγο. Εκείνη ήξερε πως δεν επρόκειτο να ξαναρθεί.
Ο Ιεροκλής είχε πολλές εμπειρίες πια από τη Πόλη. Αυτό έκανε τους υπόλοιπους να έχουν πολλά ερωτήματα και να τους γεννιούνται ένα σωρό απορίες για τη ζωή έξω από τη Σαμψούντα. Καθισμένοι όλοι τριγύρω του, έπιναν και έτρωγαν μέχρι να ακούσουν τα καλά μαντάτα.

《Έναν έμορφον χορόν 》Where stories live. Discover now