Κεφάλαιο 23

437 75 85
                                    

Ο Απόλλωνας περίμενε κρυμμένος έξω από το σπίτι ένα απόγευμα, μέχρι να δει τον μέθυσο να φεύγει από το σπίτι. Μόλις τον είδε να φεύγει, πλησίασε και ακούμπησε μπροστά στην πόρτα, ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Χτύπησε την πόρτα και έπειτα έφυγε γρήγορα.

Η Αναστασία άνοιξε την πόρτα και κοίταξε έξω με περιέργεια. Δεν είδε κανέναν και πήγε να μπει πάλι μέσα, θεωρώντας ότι τα παιδιά της γειτονιάς, χτύπησαν το κουδούνι για πλάκα. Μα, το βλέμμα της έπεσε, λίγο πριν κλείσει, στο τριαντάφυλλο. Κοίταξε αριστερά και δεξιά τριγύρω, δεν είδε κανέναν και έτσι έσκυψε και το μάζεψε. Το μύρισε, χαμογελώντας με κλειστά τα μάτια και έπειτα έκλεισε την πόρτα.

Πέρασε ο καιρός με τον Απόλλωνα να της εκδηλώνει συνέχεια τα πολύτιμα συναισθήματα για εκείνη, και εκείνη να προσπαθεί να τον αποφύγει και να του λέει να μην την ενοχλεί. Το κόλπο του Απόλλωνα είχε πιάσει, μι' ας και ο άντρας της από φόβο, μην τυχόν και φωνάξουν την αστυνομία, σταμάτησε να χτυπάει συστηματικά την Αναστασία. Της έκανε εκφοβισμό και συνέχισε να φωνάζει, αλλά απέφευγε όσο μπορεί να την χτυπήσει επειδή πολλές φορές είχε δει τον Απόλλωνα να προσέχει την γειτονιά από κλεφτές, όπως τον είχε προειδοποιήσει, ότι αν άκουγε οτιδήποτε ύποπτο θα καλούσε την αστυνομία. Παρόλα αυτά όμως δεν σταμάτησε εντελώς και έπειτα από λίγο καιρό ο Απόλλωνας είχε αντιληφθεί ότι η Αναστασία είχε πέσει πάλι θύμα άγριου ξυλοδαρμού από τον άντρα της. Θολωμένος από αγανάκτηση και μίσος για τον άντρα που κρατούσε στα χέρια του ολόκληρη την ζωή του Απόλλωνα, την πολύτιμη του Αναστασία, αντί για να την εκτιμήσει, εκείνος την κακοποιούσε συστηματικά, πήρε μια απόφαση. Θα πάρει εκδίκηση και θα του έδινε ένα καλό μάθημα.

Το κρύο ήταν τσουχτερό και τρυπούσε πρώτα τα ρούχα και έπειτα διαπερνούσε με ευκολία το δέρμα και χτυπούσε κατευθείαν στα κόκαλα. Όλο το χωριό έκαιγε τις σόμπες τους, τα τζάκια και όσοι είχαν καλοριφέρ. Ο Απόλλωνας στην διάρκεια της μέρας είχε αφήσει έξω από το σπίτι της Αναστασίας ένα τσουβάλι με ξύλα για την σόμπα, καθώς ήξερε ότι δεν θα έχει τίποτα για να ζεσταθεί, και μια μερίδα κοτόπουλο με πατάτες από την ταβέρνα της γειτονίας. Τα οικονομικά του δεν του επέτρεπαν να της πάρει κι' άλλο τσουβάλι με ξύλα, αλλά το είχε στο νου του να μαζέψει κι αλλά λεφτά για να της πάρει κι αλλά ξύλα, σύντομα. Μετά το σχολείο του πήγαινε και σε άλλες γειτονιές για να κάνει θελήματα, έτσι μάζευε σιγά σιγά κάποια λεφτά. Της χτύπησε την πόρτα και έφυγε γρήγορα για να μην τον δει, γιατί φοβήθηκε μην του αρνηθεί να πάρει τα ξύλα και το φαγητό, από περηφάνια. Ήξερε ότι ο άντρας της έλειπε από το σπίτι, καθώς είχε πάει πάλι να μπεκροπιει. Η Αναστασία άνοιξε την πόρτα και είδε το τσουβάλι με τα ξύλα από έξω, και από πάνω την κλειστή συσκευασία με το γεύμα . Πήγε να κλείσει την πόρτα χωρίς να τα βάλει μέσα, μα διαπίστωσε πως μέσα στο σπίτι έκανε πιο παγωνιά από τι είχε έξω. Έμεινα να τα κοιτάει, και να μην ξέρει τι να κάνει... Ήθελε να κρατήσει την αξιοπρέπεια της, αλλά κόντευε να πεθάνει από το κρύο μέσα στο σπίτι και την πείνα. Σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της, κοιτάζοντας της με θλιμμένα μάτια. Δεν ήξερε τι να κάνει και σύντομα άρχισε να κλαίει. Μισούσε που ήταν τόσο απελπισμένη. Μισούσε που πεινούσε τόσο πολύ. Μισούσε που κρύωνε τόσο πολύ. Μισούσε που έμπαινε στον πειρασμό να βάλει μέσα τα πράγματα, και να τα στερήσει από ένα παιδί που ζούσαν με την μητέρα του με δυσκολία.

Η γυναίκα με τα χίλια πρόσωπα.Where stories live. Discover now