ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

19 3 3
                                    

Το αεροπλάνο τώρα πετούσε ακριβώς πάνω απ την παραλία. Οι φίλοι μας το εγκατέλειψαν, άνοιξαν με επιτυχία τα αλεξίπτωτα τους και προσγειώθηκαν στην απαλή άμμο της παραλίας. Οι φυλακές άκουσαν τον ήχο του τζετ, βγήκαν έξω περιμένοντας να προάγει και την ίδια στιγμή το είδαν να πέφτει μέσα ρη θάλασσα, σηκώνοντας ένα κύμα που έφτασε μέχρι τα τελευταία ώρα για του γκρεμού.

Οι καλοί μπήκαν μες στο δάσος. Ο Βασίλης, ι φύλακας, έσπρωξε ένα βράχο και άνοιξε μια καταπακτή.  Πήδηξα ενας- ένας μέσα. Ο Χρήστος έμεινε απ έξω για να κλείσει και να ξανασφαλιαει στην καταπακτή και έπειτα, αφού άκουσε κάποιον φύλλα να τρέχει κατά εκεί, αφού άκουσε θόρυβο, πήγε και κρύφτηκε μέσα σ ένα θάμνο. Ο Φύλακας νομίζοντας πως ηταβ κάποιο ζωή έφυγε, μα κ Χρήστος παρέμεινε νέα στο θάμνο για ασφάλεια.

Τα παιδιά από μέσα δεν έβλεπαν τίποτα.

"Μην ανησυχείτε, έχω φακό." Είπε ο Βασίλης και τον έβαλε, φωτίζοντας τη συρραγγα.

Τα παιδιά τώρα περνούσαν μέσα από ένα λαβύρινθο με σήραγγες. Ο Βασίλης ήξερε τα πάντα για την εταιρεία και για τις μυστικές εισόδους. Χωρίς αυτόν, ι Αλέξανδρος δεν θα μπορούσε να οδηγεί τα κορίτσια, και θα ήταν δύσκολο να περάσουν μέσα από το δάσος, καθώς υπήρχαν περισσότερο φύλακες απ ότι στις σήραγγες. Το πάτωμα ήταν υγρό και βρώμικο.

"ΠΑΝΤΟΤΙΝΗ ΦΙΛΙΑ"Where stories live. Discover now