Οι φρουροί τους τραβολόγησαν στους υγρούς διαδρόμους και η οχλαγωγία τους τρύπησε τ' αφτιά. Η αυλή του κάστρου ήταν κατάμεστη από τους κατοίκους του Βασίλειου που πήγαν να παρακολουθήσουν την εκτέλεσή τους, διψώντας για αίμα και δικαίωση. Για την καταδίκη που όριζε ο Νόμος για τους προδότες. Μόνο που δεν ήταν αυτοί οι προδότες του τόπου τους και ο αληθινός προδότης θα γιόρταζε σύντομα τον θάνατό τους σαν να ήτανε γιορτή απελευθέρωσης. Ο Πιέρ έριξε μια λοξή ματιά στον αδελφό του που τον έσερναν καθώς οι αλυσίδες του βάραιναν τα βήματα, και ένιωσε πιο πολλή θλίψη για αυτόν παρά για τον εαυτό του. Αυτό το τέλος δεν τους άξιζε και, αν τους άξιζε, με κάποιον τρόπο η αλήθεια έπρεπε να μαθευτεί. Και τότε το μυαλό του έτρεξε στο γλυκό παραμύθι της γιαγιάς, που εντέλει δεν πρόφτασε να το θυμίσει στον Ζαν.
«Έχεις όρεξη για ένα παραμύθι;» τον ρώτησε μέσα από ένα διάπλατο χαμόγελο και ο Ζαν τον κοίταξε συνοφρυωμένος για μια στιγμή, μα αμέσως μετά του έκανε ένα θετικό νεύμα και το πρόσωπό του φωτίστηκε, κάτι που ο Πιέρ ποθούσε όσο τίποτα να αντικρίσει. Οι φρουροί τους έσπρωχναν αλλά αυτοί έκαναν ακόμα πιο αργό το βήμα τους. «Μια φορά κι έναν καιρό, σ' έναν τόπο μαγικό, μες στα έγκατα της γης, σπόρος μαγικός φυτεύτηκε από χέρι θεϊκό θαρρείς, που οι ρίζες του απλώθηκαν ως τον ωκεανό, δίνοντας πνοή σ' ό,τι ήτανε νεκρό».
Το έντονο φως τους ανάγκασε να κλείσουν τα μάτια και να σηκώσουν με δυσκολία τα βαριά από τις αλυσίδες χέρια τους, για να τα καλύψουν. Δέχτηκαν με υπομονή τα αποδοκιμαστικά σχόλια όσων βρίσκονταν εκεί και ο Πιέρ, που τίποτα δεν τον σταματούσε, συνέχισε να αφηγείται το παραμύθι υπό τη συνοδεία του τυμπάνου που γεννούσε τον μελλοθάνατο σκοπό: «Ο Βασιλιάς του τόπου φρόντιζε το δέντρο με αγάπη και στοργή, όπως και όλα όσα είχανε πνοή. Ο δεσμός τους ήταν τόσο ισχυρός που χτίσανε μαζί τον κόσμο ολάκερο όπως και τούτη δω τη γη, χωρίς να το γνωρίζει, όμως δεν έπαψε ποτέ να το φροντίζει».
Η Ανελίζ μπήκε στην αγκαλιά του πατέρα της και έκλαψε με λυγμούς όπως και ο Μίλερ που τους κοιτούσε με τον πόνο στο βλέμμα του, αφού δεν τους πρόλαβε, αφού δεν τους προστάτευσε. «Μέχρι που στις ρίζες του φύτρωσε ένα ζιζάνιο. Ο Βασιλιάς αντί να το ξεριζώσει και να το αφήσει να μαραθεί, το έβγαλε από τις ρίζες του δέντρου και το φύτεψε σ' ένα μέρος πιο μακρινό από αυτό». Το βλέμμα του Πιέρ ταξίδεψε στον Βίκτωρ που τους παρακολουθούσε από το μπαλκόνι του κάστρου και το σαρδόνιο χαμόγελό του τού προκάλεσε θυμό. Όμως τη σημασία είχε; Σε δέκα βήματα θ' ανέβαιναν τα σκαλοπάτια του θανάτου. Έτσι συνέχισε: «Όπως και το δέντρο έτσι και το ζιζάνιο, άπλωσε τις ρίζες του σε όλον τον τόπο, σπέρνοντας το χάος. Οι ρίζες του δέντρου πολεμούσαν τις ρίζες του ζιζάνιου, όμως όσο τις φρόντιζε κι αυτές ο Βασιλιάς, τόσο αυτό δυνάμωνε και κατακτούσε τη γη». Κοίταξε τον αδελφό του που του χαμογελούσε ακούγοντάς τον κι έπειτα κοίταξαν μαζί τους παρευρισκόμενους που φώναζαν ακόμα πιο δυνατά τη λέξη που τους πιπίλησαν στο μυαλό:
YOU ARE READING
Το δέντρο της ζωής (Jean & Pierre)
General FictionΠέντε βασίλεια. Mία αδικία. Tο πεπρωμένο ορίζει και ενώνει το παρόν με το παρελθόν. Δύο αδέλφια παλεύουν να δικαιωθούν και να εκθρονίσουν τον αλαζόνα και σφετεριστή εξάδελφο τους και νυν βασιλέα, σε μια διαδρομή μίσους, γεμάτη από πάθη που ίσως είνα...